διχοτομέω: Difference between revisions
Ὕβρις κακὸν μέγιστον ἀνθρώποις ἔφυ → Malum est hominibus maximum insolentia → Das größte Übel ist für Menschen Übermut
(6_2) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δῐχοτομέω''': [[κόπτω]] εἰς δύο, [[διαχωρίζω]] εἰς δύο, Πλάτ. Πολιτ. 302Ε, Ἀριστ. Προβλ. 16. 4, κτλ. 2) τιμωρῶ αὐστηρότατα, ἀπηνέστατα, Εὐαγγ. κ. Ματθ. κδ΄, 51. 3) διαιρῶ εἰς δύο (λογικῶς), Ἀριστ. Ζ. Μ. 1. 3, 1., 1. 4, 9. | |lstext='''δῐχοτομέω''': [[κόπτω]] εἰς δύο, [[διαχωρίζω]] εἰς δύο, Πλάτ. Πολιτ. 302Ε, Ἀριστ. Προβλ. 16. 4, κτλ. 2) τιμωρῶ αὐστηρότατα, ἀπηνέστατα, Εὐαγγ. κ. Ματθ. κδ΄, 51. 3) διαιρῶ εἰς δύο (λογικῶς), Ἀριστ. Ζ. Μ. 1. 3, 1., 1. 4, 9. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br />couper <i>ou</i> diviser en deux.<br />'''Étymologie:''' [[διχότομος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:52, 9 August 2017
English (LSJ)
A cut in twain: bisect a line, Plb.6.28.2:—Pass., Arist.Pr.913b31; σώματος -ηθέντος Plu.Pyrrh.24: metaph. of the medial raphe of the perineum, Paul.Aeg.6.62, etc. 2 punish with the last severity, Ev.Matt.24.51. 3 divide into two (logically), Pl.Plt.302e, Arist.PA642b22, 644b19. 4 intr., of the moon, dub. in Plu.2.929f.
German (Pape)
[Seite 647] in zwei Theile theilen, trennen, Plat. Polit 302 e; Arist. probl. 16, 4 u. Sp., wie Pol. 6, 28, 2; zerhauen, 10, 15; spalten, Plut. Pyrrh. 24; σελήνη διχοτομοῦσα = διχότομος, fac. orb. lun. 17.
Greek (Liddell-Scott)
δῐχοτομέω: κόπτω εἰς δύο, διαχωρίζω εἰς δύο, Πλάτ. Πολιτ. 302Ε, Ἀριστ. Προβλ. 16. 4, κτλ. 2) τιμωρῶ αὐστηρότατα, ἀπηνέστατα, Εὐαγγ. κ. Ματθ. κδ΄, 51. 3) διαιρῶ εἰς δύο (λογικῶς), Ἀριστ. Ζ. Μ. 1. 3, 1., 1. 4, 9.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
couper ou diviser en deux.
Étymologie: διχότομος.