δυσθυμία: Difference between revisions
From LSJ
(6_9) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δυσθῡμία''': ἡ, [[ἀθυμία]], Ἱππ. Ἀρχ. Ἰητρ. 12 κ. ἀλλ., Σοφ. Ἀποσπ. 584, Πλάτ., κτλ.· πρὶν ἐλθεῖν ξυμμάχοις δυσθυμίαν Εὐρ. Ἱκ. 696· ἐν τῷ πληθ., ὁ αὐτ. Μηδ. 691, Ἀριστ. Προβλ. 30. 1, 26. | |lstext='''δυσθῡμία''': ἡ, [[ἀθυμία]], Ἱππ. Ἀρχ. Ἰητρ. 12 κ. ἀλλ., Σοφ. Ἀποσπ. 584, Πλάτ., κτλ.· πρὶν ἐλθεῖν ξυμμάχοις δυσθυμίαν Εὐρ. Ἱκ. 696· ἐν τῷ πληθ., ὁ αὐτ. Μηδ. 691, Ἀριστ. Προβλ. 30. 1, 26. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ας (ἡ) :<br />découragement, affliction.<br />'''Étymologie:''' [[δύσθυμος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:52, 9 August 2017
English (LSJ)
ἡ,
A despondency, despair, Hp.VM10, Pl.Lg.666b, etc.; πρὶν ἐλθεῖν ξυμμάχοις δυσθυμίαν E.Supp.696: pl., Id.Med.691, S.Fr.663, Arist.Pr.954b35, Ph.2.99. II ill-temper, Them.Or.13.172c.
German (Pape)
[Seite 681] ἡ, Mißmuth, Traurigkeit, Soph. frg. 584; Eur. Suppl. 718; Plat. Tim. 87 a Legg. II, 566 b; Pol. 1, 31 u. Sp., wie Plut. Them. 9.
Greek (Liddell-Scott)
δυσθῡμία: ἡ, ἀθυμία, Ἱππ. Ἀρχ. Ἰητρ. 12 κ. ἀλλ., Σοφ. Ἀποσπ. 584, Πλάτ., κτλ.· πρὶν ἐλθεῖν ξυμμάχοις δυσθυμίαν Εὐρ. Ἱκ. 696· ἐν τῷ πληθ., ὁ αὐτ. Μηδ. 691, Ἀριστ. Προβλ. 30. 1, 26.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
découragement, affliction.
Étymologie: δύσθυμος.