δυσκολία: Difference between revisions

From LSJ

Διὰ τὰς γυναῖκας πάντα τὰ κακὰ γίγνεται → Mala non videbis fieri nisi per mulieres → Das Leid erwächst uns durch die Frauen allesamt

Menander, Monostichoi, 134
(6_10)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δυσκολία''': ἡ, δυσαρέσκεια, [[δυστροπία]], «παραξενιά», Ἀριστοφ. Σφηξ. 106. Πλάτ. Πολ. 411C. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, [[δυσκολία]], [[δυσχέρεια]], δ. ἔχειν Δημ. 57. 2, Ἀριστ. Πολ. 3. 10, 1· πλείους παρέχειν δυσκολίας, [[αὐτόθι]] 2. 5, 3.
|lstext='''δυσκολία''': ἡ, δυσαρέσκεια, [[δυστροπία]], «παραξενιά», Ἀριστοφ. Σφηξ. 106. Πλάτ. Πολ. 411C. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, [[δυσκολία]], [[δυσχέρεια]], δ. ἔχειν Δημ. 57. 2, Ἀριστ. Πολ. 3. 10, 1· πλείους παρέχειν δυσκολίας, [[αὐτόθι]] 2. 5, 3.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />humeur difficile <i>ou</i> morose.<br />'''Étymologie:''' [[δύσκολος]].
}}
}}

Revision as of 19:52, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δυσκολία Medium diacritics: δυσκολία Low diacritics: δυσκολία Capitals: ΔΥΣΚΟΛΙΑ
Transliteration A: dyskolía Transliteration B: dyskolia Transliteration C: dyskolia Beta Code: duskoli/a

English (LSJ)

ἡ,

   A discontent, peevishness, Ar.V.106, Pl.R.411c.    II of things, difficulty, δ. ἔχειν D.5.1, Arist.Pol.1281a14, etc.; πλείους παρέχειν δυσκολίας ib.1263a11; δ. ὀνομάτων J.AJ2.7.4.

German (Pape)

[Seite 683] ἡ, Unzufriedenheit, Verdrießlichkeit; Ar. Vesp. 106; Plat. Tim. 87 a; καὶ αὐθάδεια, das mürrische Wesen, Rep. IX, 590 a; vgl. Xen. Mem. 3, 12, 6; δυσκολίαν ἔχειν, Schwierigkeit haben, Dem. 5, 1; Arist. Polit. 5, 7.

Greek (Liddell-Scott)

δυσκολία: ἡ, δυσαρέσκεια, δυστροπία, «παραξενιά», Ἀριστοφ. Σφηξ. 106. Πλάτ. Πολ. 411C. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, δυσκολία, δυσχέρεια, δ. ἔχειν Δημ. 57. 2, Ἀριστ. Πολ. 3. 10, 1· πλείους παρέχειν δυσκολίας, αὐτόθι 2. 5, 3.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
humeur difficile ou morose.
Étymologie: δύσκολος.