δύσαρκτος: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_17)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δύσαρκτος''': -ον, ὁ δυσκόλως ἀρχόμενος, κυβερνώμενος, Αἰσχύλ. Χο. 1024, Πλούτ. Λουκούλλ. 2.
|lstext='''δύσαρκτος''': -ον, ὁ δυσκόλως ἀρχόμενος, κυβερνώμενος, Αἰσχύλ. Χο. 1024, Πλούτ. Λουκούλλ. 2.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />difficile à gouverner.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[ἄρχω]].
}}
}}