δυσανάτρεπτος: Difference between revisions
From LSJ
ἢ λέγε τι σιγῆς κρεῖττον ἢ σιγὴν ἔχε → either say something better than silence or keep silence (Menander)
(6_17) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δυσανάτρεπτος''': -ον, ὁ δυσκόλως ἀνατρεπόμενος, Πλούτ. Καίσ. 4, Γαλην. 12, 407. | |lstext='''δυσανάτρεπτος''': -ον, ὁ δυσκόλως ἀνατρεπόμενος, Πλούτ. Καίσ. 4, Γαλην. 12, 407. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />difficile à renverser.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[ἀνατρέπω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:52, 9 August 2017
English (LSJ)
ον,
A hard to overthrow, δύναμις Plu.Caes.4, cf. Gal. 18(1).604.
German (Pape)
[Seite 675] schwer umzustoßen; δύναμις Plut. Caes. 4.
Greek (Liddell-Scott)
δυσανάτρεπτος: -ον, ὁ δυσκόλως ἀνατρεπόμενος, Πλούτ. Καίσ. 4, Γαλην. 12, 407.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
difficile à renverser.
Étymologie: δυσ-, ἀνατρέπω.