δύσεδρος: Difference between revisions

From LSJ

ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone

Source
(6_16)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δύσεδρος''': -ον, ἐπὶ κακῷ καθήμενος, κακὸς [[σύνοικος]], Ἐρινὺς Αἰσχύλ. Ἀγ. 746. 2) μὴ ἐφαρμοζόμενος [[καλῶς]], εἴ τι δύσεδρόν ἐστιν, ἀποκροῦσαι καὶ περικόψαι καὶ αὐτὸ τοῦτο εὔεδρον ποιῆσαι Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 6.
|lstext='''δύσεδρος''': -ον, ἐπὶ κακῷ καθήμενος, κακὸς [[σύνοικος]], Ἐρινὺς Αἰσχύλ. Ἀγ. 746. 2) μὴ ἐφαρμοζόμενος [[καλῶς]], εἴ τι δύσεδρόν ἐστιν, ἀποκροῦσαι καὶ περικόψαι καὶ αὐτὸ τοῦτο εὔεδρον ποιῆσαι Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 6.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />au séjour funeste.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[ἕδρα]].
}}
}}

Revision as of 19:52, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δύσεδρος Medium diacritics: δύσεδρος Low diacritics: δύσεδρος Capitals: ΔΥΣΕΔΡΟΣ
Transliteration A: dýsedros Transliteration B: dysedros Transliteration C: dysedros Beta Code: du/sedros

English (LSJ)

[ῠ], ον,

   A bringing evil in one's abode, A.Ag.746 (lyr.).    2 fitting ill, awry, D.H.Comp.6.

German (Pape)

[Seite 678] übel sitzend; Ἐρινύς, durch ihren Aufenthalt Unglück bringend, Aesch. Ag. 726; nicht passend, Dion. Hal. C. V. p. 40.

Greek (Liddell-Scott)

δύσεδρος: -ον, ἐπὶ κακῷ καθήμενος, κακὸς σύνοικος, Ἐρινὺς Αἰσχύλ. Ἀγ. 746. 2) μὴ ἐφαρμοζόμενος καλῶς, εἴ τι δύσεδρόν ἐστιν, ἀποκροῦσαι καὶ περικόψαι καὶ αὐτὸ τοῦτο εὔεδρον ποιῆσαι Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 6.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
au séjour funeste.
Étymologie: δυσ-, ἕδρα.