δοκιμεῖον: Difference between revisions

From LSJ

εἰ γάρ κεν καὶ σμικρὸν ἐπὶ σμικρῷ καταθεῖο καὶ θαμὰ τοῦτ᾽ ἔρδοις, τάχα κεν μέγα καὶ τὸ γένοιτο → for if you add only a little to a little and do this often, soon that little will become great (Hesiod W&D, 361-362)

Source
(6_21)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δοκιμεῖον''': τό, [[κριτήριον]], [[μέσον]] πρὸς δοκιμήν, Πλάτ. Τιμ. 65C Bekk., ἀλλὰ [[μετὰ]] δι. γρ. δοκίμιον, ὡς ἐν Ἐπιστ. Ἰακώβ. α΄, 3, 1 Πετρ. α΄, 7. ΙΙ. [[δεῖγμα]] τοῦ ἐξεταστέου μετάλλου, Συλλ. Ἐπιγρ. 1570α. 31, Ζώσιμ. 3. 13. -Ἐν Ἀττ. ἐπιγρ. [[δοκιμεῖον]], Meisterh. σ. 51.
|lstext='''δοκιμεῖον''': τό, [[κριτήριον]], [[μέσον]] πρὸς δοκιμήν, Πλάτ. Τιμ. 65C Bekk., ἀλλὰ [[μετὰ]] δι. γρ. δοκίμιον, ὡς ἐν Ἐπιστ. Ἰακώβ. α΄, 3, 1 Πετρ. α΄, 7. ΙΙ. [[δεῖγμα]] τοῦ ἐξεταστέου μετάλλου, Συλλ. Ἐπιγρ. 1570α. 31, Ζώσιμ. 3. 13. -Ἐν Ἀττ. ἐπιγρ. [[δοκιμεῖον]], Meisterh. σ. 51.
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br /><i>mieux que</i> [[δοκίμιον]];<br />moyen d’éprouver, d’essayer.<br />'''Étymologie:''' [[δόκιμος]].
}}
}}

Revision as of 19:52, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δοκῐμεῖον Medium diacritics: δοκιμεῖον Low diacritics: δοκιμείον Capitals: ΔΟΚΙΜΕΙΟΝ
Transliteration A: dokimeîon Transliteration B: dokimeion Transliteration C: dokimeion Beta Code: dokimei=on

English (LSJ)

τό,

   A test, means of testing, Pl.Ti.65c (v.l. δοκίμιον, as in D.H.Rh.11.1, Ep.Jac.1.3, 1 Ep.Pet.1.7, S.E.M.7.430, Lib.Decl.16.55), IG7.303.31 (Orop.); proof, εὐσεβείας OGI308.16 (Hierapolis), cf. Zos.3.13.

German (Pape)

[Seite 653] τό, Mittel, mit dem man etwas untersucht und prüft, Plat. Tim. 65 c, nach Bekker; Inscr. 1570.

Greek (Liddell-Scott)

δοκιμεῖον: τό, κριτήριον, μέσον πρὸς δοκιμήν, Πλάτ. Τιμ. 65C Bekk., ἀλλὰ μετὰ δι. γρ. δοκίμιον, ὡς ἐν Ἐπιστ. Ἰακώβ. α΄, 3, 1 Πετρ. α΄, 7. ΙΙ. δεῖγμα τοῦ ἐξεταστέου μετάλλου, Συλλ. Ἐπιγρ. 1570α. 31, Ζώσιμ. 3. 13. -Ἐν Ἀττ. ἐπιγρ. δοκιμεῖον, Meisterh. σ. 51.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
mieux que δοκίμιον;
moyen d’éprouver, d’essayer.
Étymologie: δόκιμος.