ἑβδομαῖος: Difference between revisions
Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
(6_4) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἑβδομαῖος''': -α, -ον, κατὰ τὴν ἑβδόμην ἡμέραν, ἱδρὼς Ἱππ. Ἀφ. 1250· ἑβδ. [[πυρετός]], ἐπανερχόμενος κατὰ πᾶσαν ἑβδόμην ἡμέραν, ὁ αὐτ. Ἐπιδημ. τὸ α΄, 961· - [[μετὰ]] ῥήματος, ἑβδομαῖοι διεφθείροντο Θουκ. 2. 49, πρβλ. Ξεν. Ἑλλ. 5. 3, 19, κτλ. | |lstext='''ἑβδομαῖος''': -α, -ον, κατὰ τὴν ἑβδόμην ἡμέραν, ἱδρὼς Ἱππ. Ἀφ. 1250· ἑβδ. [[πυρετός]], ἐπανερχόμενος κατὰ πᾶσαν ἑβδόμην ἡμέραν, ὁ αὐτ. Ἐπιδημ. τὸ α΄, 961· - [[μετὰ]] ῥήματος, ἑβδομαῖοι διεφθείροντο Θουκ. 2. 49, πρβλ. Ξεν. Ἑλλ. 5. 3, 19, κτλ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=α, ον :<br />qui vient, se fait <i>ou</i> se produit le 7ᵉ jour.<br />'''Étymologie:''' ἑβδόμη. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:53, 9 August 2017
English (LSJ)
α, ον,
A on the seventh day, ἱδρώς Hp.Aph.4.36; ἑ. πυρετός a fever recurring every seven days, Id.Epid.1.24: ἑ. τραγῳδοί Luc.Hist.Conscr.1: with a Verb, διεφθείροντο ἑβδομαῖοι Th.2.49, cf. X.HG5.3.19, Plu.Galb.7; ἑ. ἡμέρα PSI6.690 (i/ii A.D.). 2 seven days old, τράγος Horap.1.48. II ἑβδομ-αῖον, τό, monthly festival of Apollo, IG22.1357 (iv B.C.), cf. ἑβδομαγέτης: pl., Schwyzer 687 B4 (Chios, vii/vi B.C.), 726.6 (Milet., v B. C.).
German (Pape)
[Seite 699] am siebenten Tage, z. B. διεφθείροντο ἑβδομαῖοι Thuc. 2, 49; Xen. Hell. 5, 3, 19; – πυρετός, das am siebenten Tage wiederkehrt, Medic. ἑβδομάκις, siebenmal, Call. Del. 251.
Greek (Liddell-Scott)
ἑβδομαῖος: -α, -ον, κατὰ τὴν ἑβδόμην ἡμέραν, ἱδρὼς Ἱππ. Ἀφ. 1250· ἑβδ. πυρετός, ἐπανερχόμενος κατὰ πᾶσαν ἑβδόμην ἡμέραν, ὁ αὐτ. Ἐπιδημ. τὸ α΄, 961· - μετὰ ῥήματος, ἑβδομαῖοι διεφθείροντο Θουκ. 2. 49, πρβλ. Ξεν. Ἑλλ. 5. 3, 19, κτλ.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
qui vient, se fait ou se produit le 7ᵉ jour.
Étymologie: ἑβδόμη.