ἐγερτικός: Difference between revisions
From LSJ
Ἰσότητα τίμα, μὴ πλεονέκτει μηδένα → Aequalitatem cole, neque ullum deprimas → Die Gleichheit ehre, keinen übervorteile
(6_11) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐγερτικός''': -ή, -όν, ὁ διεγείρων, συντελῶν πρὸς διέγερσιν, τινος Πλάτ. Πολ. 523Ε, 524D. ΙΙ. παρὰ Γραμμ. ἐγερτικὰ καλοῦνται τὰ ἐγκλιτικά, τὰ ὁποῖα μεταβάλλουσι τὴν βαρεῖαν τῆς προηγουμένης λέξεως εἰς ὀξεῖαν, Α. Β. 1147. | |lstext='''ἐγερτικός''': -ή, -όν, ὁ διεγείρων, συντελῶν πρὸς διέγερσιν, τινος Πλάτ. Πολ. 523Ε, 524D. ΙΙ. παρὰ Γραμμ. ἐγερτικὰ καλοῦνται τὰ ἐγκλιτικά, τὰ ὁποῖα μεταβάλλουσι τὴν βαρεῖαν τῆς προηγουμένης λέξεως εἰς ὀξεῖαν, Α. Β. 1147. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />propre à éveiller, qui excite, gén..<br />'''Étymologie:''' [[ἐγείρω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:53, 9 August 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A waking, stirring, νοήσεως Pl.R.523e, 524d. II in Gramm., enclitic, because changing the grave accent of the preceding word into the acute, ἐ. ἐπίρρημα AB1147.
German (Pape)
[Seite 703] erweckend, ermunternd; νοήσεως Plat. Rep. VII, 524 d; Sp., wie Plut. Lys. 21, θυμοῦ.
Greek (Liddell-Scott)
ἐγερτικός: -ή, -όν, ὁ διεγείρων, συντελῶν πρὸς διέγερσιν, τινος Πλάτ. Πολ. 523Ε, 524D. ΙΙ. παρὰ Γραμμ. ἐγερτικὰ καλοῦνται τὰ ἐγκλιτικά, τὰ ὁποῖα μεταβάλλουσι τὴν βαρεῖαν τῆς προηγουμένης λέξεως εἰς ὀξεῖαν, Α. Β. 1147.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
propre à éveiller, qui excite, gén..
Étymologie: ἐγείρω.