εἰδοποιέω: Difference between revisions

From LSJ

Δίκαιον εὖ πράττοντα μεμνῆσθαι θεοῦ → Die tuenda memoria in rebus bonis → Wenn es dir gut geht, denk an Gott, dies ist gerecht

Menander, Monostichoi, 118
(6_5)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''εἰδοποιέω''': δίδω εἴς τι μορφήν, [[ἀπεικονίζω]], παριστῶ ὡς ἐν εἰκόνι, εἰδοποιεῖν τὸν ἑκάστου βίον Πλουτ. Ἀλέξ. 1, Ἡλιόδ. 3. 13, κτλ.· [[παρομοιάζω]], εἰδ. τινα [[πρός]] τινα Κύριλλ.· - αἱ εἰδοποιοῦσαι διαφοραὶ = αἱ εἰδοποιοί, Κλήμ. Ἀλ. 925.
|lstext='''εἰδοποιέω''': δίδω εἴς τι μορφήν, [[ἀπεικονίζω]], παριστῶ ὡς ἐν εἰκόνι, εἰδοποιεῖν τὸν ἑκάστου βίον Πλουτ. Ἀλέξ. 1, Ἡλιόδ. 3. 13, κτλ.· [[παρομοιάζω]], εἰδ. τινα [[πρός]] τινα Κύριλλ.· - αἱ εἰδοποιοῦσαι διαφοραὶ = αἱ εἰδοποιοί, Κλήμ. Ἀλ. 925.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> donner une forme à, modeler, acc.;<br /><b>2</b> spécifier.<br />'''Étymologie:''' [[εἰδοποιός]].
}}
}}

Revision as of 19:53, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εἰδοποιέω Medium diacritics: εἰδοποιέω Low diacritics: ειδοποιέω Capitals: ΕΙΔΟΠΟΙΕΩ
Transliteration A: eidopoiéō Transliteration B: eidopoieō Transliteration C: eidopoieo Beta Code: ei)dopoie/w

English (LSJ)

   A endue with form, εἰ. ἕκαστα καὶ σχηματίζειν Chrysipp.Stoic.2.148; τὸν βίον Plu.Alex.1; αὑτοὺς εἰς ἀνθρώπους, of the gods, Hld.3.13; ἰδέαι εἰ. ἕκαστα τῶν ὄντων Ph.2.219; characterize, αἵρεσιν Gal.1.161:—Pass., Ph.2.261, Corn.ND6, Plot.1.8.5, al., Syrian. in Metaph.8.13, etc.: c. acc., ἀριθμὸς τὴν ἐπ' ἄπειρον προχώρησιν -ούμενος fashioned into the pattern of an infinite progression, Theol.Ar.34: c. dat., to be characterized by, Asp.in EN87.5.    II portray, describe, τινά Callistr.Stat.8.    2 add specific detail to, γραφήν Str.15.1.14 (prob.).

German (Pape)

[Seite 723] ein Bild von Etwas machen, abbilden, darstellen; καὶ σχηματίζειν, τὸν βίον, Plut. Alex 1; a. Sp.; – αἱ εἰδοποιοῦσαι διαφοραί, die specifischen, Clem. Al.

Greek (Liddell-Scott)

εἰδοποιέω: δίδω εἴς τι μορφήν, ἀπεικονίζω, παριστῶ ὡς ἐν εἰκόνι, εἰδοποιεῖν τὸν ἑκάστου βίον Πλουτ. Ἀλέξ. 1, Ἡλιόδ. 3. 13, κτλ.· παρομοιάζω, εἰδ. τινα πρός τινα Κύριλλ.· - αἱ εἰδοποιοῦσαι διαφοραὶ = αἱ εἰδοποιοί, Κλήμ. Ἀλ. 925.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 donner une forme à, modeler, acc.;
2 spécifier.
Étymologie: εἰδοποιός.