εἰδοποιέω

From LSJ

ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητοςwhere there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εἰδοποιέω Medium diacritics: εἰδοποιέω Low diacritics: ειδοποιέω Capitals: ΕΙΔΟΠΟΙΕΩ
Transliteration A: eidopoiéō Transliteration B: eidopoieō Transliteration C: eidopoieo Beta Code: ei)dopoie/w

English (LSJ)

A endue with form, εἰ. ἕκαστα καὶ σχηματίζειν Chrysipp.Stoic.2.148; τὸν βίον Plu.Alex.1; αὑτοὺς εἰς ἀνθρώπους, of the gods, Hld.3.13; ἰδέαι εἰ. ἕκαστα τῶν ὄντων Ph.2.219; characterize, αἵρεσιν Gal.1.161:—Pass., Ph.2.261, Corn.ND6, Plot.1.8.5, al., Syrian. in Metaph.8.13, etc.: c. acc., ἀριθμὸς τὴν ἐπ' ἄπειρον προχώρησιν -ούμενος fashioned into the pattern of an infinite progression, Theol.Ar.34: c. dat., to be characterized by, Asp.in EN87.5.
II portray, describe, τινά Callistr.Stat.8.
2 add specific detail to, γραφήν Str.15.1.14 (prob.).

Spanish (DGE)

I tr.
1 dar forma, configurar, caracterizar ποιότητας ... εἰδοποιεῖν ἕκαστα (μέρη) καὶ σχηματίζειν Chrysipp.Stoic.2.148, cf. Ph.2.219, Pamph.Mon.Solut.2.204, τὰ εἰδοποιοῦντα τὴν τῶν Ἐμπειρικῶν αἵρεσιν lo que caracteriza la secta de los empíricos Gal.1.161, οἷον αὐτὸν Εὐριπίδης ... ἐν Βάκχαις εἰδοποιήσας ἐξέφηνε ref. a una estatua de Dioniso, Callistr.8, ἡ ἑτερότης ... τοὺς ἑτερομήκεις εἰδοποιοῦσα Iambl.in Nic.73, τὸ ἀνείδεον Dion.Ar.DN 4.3, αἱ εἰδοποιοῦσαι τὸ ζῷον διαφοραί Syrian.in Metaph.32.27, abs. αἱ διαφοραὶ ... αἱ εἰδοποιοῦσαι las diferencias que dan una forma específica, e.e., que dan origen a especies Clem.Al.Strom.8.6.18
en v. med. mismo sent. ὁ δ' ἀριθμὸς αὐτὸς τὴν ἐπ' ἄπειρον προχώρησιν εἰδοποιούμενος Theol.Ar.34
convertir en, hacer semejante a, asemejar c. ac. y giro prep. εἰς ἀνθρώπους ... ἑαυτοὺς εἰδοποιοῦσι se revisten de forma humana dicho de los dioses, Hld.3.13.1, ἡμᾶς πρὸς θεὸν εἰδοποιεῖν Cyr.Al.M.76.764C, cf. Dion.Ar.EH 96.13.
2 en escritos describir εἰδοποιεῖν τὸν ἑκάστου βίον Plu.Alex.1.
3 rehacer, reformar ἐπισκευάζω· τὸ ἐκ παλαιότητος εἰς νέαν κατάστασιν εἰδοποιῶ Sch.Th.1.29.
II intr., en v. med.-pas.
1 tomar forma, formarse οὐσίας ... καθ' ἣν ἕκαστον εἰδοποιεῖτο Ph.2.261, cf. Corn.ND 6, 28, Syrian.in Metaph.8.13, πᾶν δὲ πλήθους σύστημα ... κατὰ μονάδα εἰδοποιεῖται Theol.Ar.4, cf. Iambl.in Nic.66, εἰδοποιεῖται τὸ σῶμα ἐν τῇ μήτρᾳ τῷ τοῦ ζῴου μορφώματι el cuerpo recibe en la matriz su forma sobre el modelo de un ser vivo, Corp.Herm.Fr.Ox.5.6, cf. Cyr.Al.M.68.1008C, Phlp.in Ph.580.13, εἰδοποιεῖσθαι δὲ αὐτὴν (τὴν ἀρετήν) ἐν ταῖς δυνάμεσι τῆς ψυχῆς que ésta (la virtud) toma forma específica en cada una de las potencias del alma Euagr.Pont.Cap.Pract.98, τὸ ἀνείδεον εἰδοποιεῖται Dion.Ar.EH 78.13, cf. 93.17, Procl.in Prm.810.
2 caracterizarse por, estar caracterizado por c. dat. εἰδοποιεῖται ὁ ἀνδρεῖος τῷ ἄφοβος εἶναι ἐν τοῖς δεινοῖς Asp.in EN 87.5, ταῦτα (κακά) δὲ οἷον εἴδη ἐκείνων προσθήκαις εἰδοποιούμενα Plot.1.8.5.

German (Pape)

[Seite 723] ein Bild von Etwas machen, abbilden, darstellen; καὶ σχηματίζειν, τὸν βίον, Plut. Alex 1; a. Sp.; – αἱ εἰδοποιοῦσαι διαφοραί, die specifischen, Clem. Al.

French (Bailly abrégé)

εἰδοποιῶ :
1 donner une forme à, modeler, acc.;
2 spécifier.
Étymologie: εἰδοποιός.

Russian (Dvoretsky)

εἰδοποιέω: изображать, описывать (τὸν βίον τινός Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

εἰδοποιέω: δίδω εἴς τι μορφήν, ἀπεικονίζω, παριστῶ ὡς ἐν εἰκόνι, εἰδοποιεῖν τὸν ἑκάστου βίον Πλουτ. Ἀλέξ. 1, Ἡλιόδ. 3. 13, κτλ.· παρομοιάζω, εἰδ. τινα πρός τινα Κύριλλ.· - αἱ εἰδοποιοῦσαι διαφοραὶ = αἱ εἰδοποιοί, Κλήμ. Ἀλ. 925.

Greek Monotonic

εἰδοποιέω: μέλ. -ήσω, φτιάχνω την εικόνα ενός πράγματος, απεικονίζω, αποτυπώνω, σχηματίζω, σε Πλούτ.

Middle Liddell

to make an image of a thing, to mould, Plut. [from εἰδοποιός