Ἑκαταῖος: Difference between revisions

From LSJ

Ὡς ἡδὺ τὸ ζῆν μὴ φθονούσης τῆς τύχης → Quam vita dulce est, fata dum non invident → Wie süß zu leben, wenn das Glück nicht neidisch ist

Menander, Monostichoi, 563
(6_4)
(Bailly1_2)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''Ἑκᾰταῖος''': -α, -ον, ὁ τῆς Ἑκάτης, Σοφ. Ἀποσπ. 651. ΙΙ. Ἑκάταιον ἢ Ἑκάτειον (Δινδ. Ἀριστοφ. Σφ. 804), τό, ἱερὸν ἢ [[ἄγαλμα]] Ἑκάτης ἱδρυμένον ἐν τοῖς προθύροις οἰκίας ἢ ἐν τριόδοις, Ἀριστοφ. Ἀσπ. 804, Βάτρ. 366, Λυσ. 64· ἴδε Ἡσύχ., Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 594. 2) Ἑκαταῖα, τά, ἴδε ἐν λ. [[Ἑκάτη]] ΙΙ.
|lstext='''Ἑκᾰταῖος''': -α, -ον, ὁ τῆς Ἑκάτης, Σοφ. Ἀποσπ. 651. ΙΙ. Ἑκάταιον ἢ Ἑκάτειον (Δινδ. Ἀριστοφ. Σφ. 804), τό, ἱερὸν ἢ [[ἄγαλμα]] Ἑκάτης ἱδρυμένον ἐν τοῖς προθύροις οἰκίας ἢ ἐν τριόδοις, Ἀριστοφ. Ἀσπ. 804, Βάτρ. 366, Λυσ. 64· ἴδε Ἡσύχ., Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 594. 2) Ἑκαταῖα, τά, ἴδε ἐν λ. [[Ἑκάτη]] ΙΙ.
}}
{{bailly
|btext=<span class="bld">1</span>α, ον :<br />d’Hécate.<br />'''Étymologie:''' [[Ἑκάτη]].<br /><span class="bld">2</span>ου (ὁ) :<br />Hécatée :<br /><b>1</b> Hécatée de Milet, <i>historien</i>;<br /><b>2</b> autres.<br />'''Étymologie:''' [[Ἑκάτη]].
}}
}}

Revision as of 19:53, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Ἑκᾰταῖος Medium diacritics: Ἑκαταῖος Low diacritics: Εκαταίος Capitals: ΕΚΑΤΑΙΟΣ
Transliteration A: Hekataîos Transliteration B: Hekataios Transliteration C: Ekataios Beta Code: *(ekatai=os

English (LSJ)

α, ον,

   A of Hecate, μαγίδες S.Fr.734.    II Ἑκάταιον or Ἑκάτειον (cj. in Ar.V.804, cf. Suid.), τό, statue or chapel of Hecate, placed at the entrance of houses or where three roads meet (ἐν τριόδοις), Ar.l.c., Ra.366, cf. Hsch.    2 Ἑκαταῖα, τά, v. Ἑκάτη II.

Greek (Liddell-Scott)

Ἑκᾰταῖος: -α, -ον, ὁ τῆς Ἑκάτης, Σοφ. Ἀποσπ. 651. ΙΙ. Ἑκάταιον ἢ Ἑκάτειον (Δινδ. Ἀριστοφ. Σφ. 804), τό, ἱερὸν ἢ ἄγαλμα Ἑκάτης ἱδρυμένον ἐν τοῖς προθύροις οἰκίας ἢ ἐν τριόδοις, Ἀριστοφ. Ἀσπ. 804, Βάτρ. 366, Λυσ. 64· ἴδε Ἡσύχ., Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 594. 2) Ἑκαταῖα, τά, ἴδε ἐν λ. Ἑκάτη ΙΙ.

French (Bailly abrégé)

1α, ον :
d’Hécate.
Étymologie: Ἑκάτη.
2ου (ὁ) :
Hécatée :
1 Hécatée de Milet, historien;
2 autres.
Étymologie: Ἑκάτη.