εἰρηνεύω: Difference between revisions
Νέος πεφυκὼς πολλὰ χρηστὰ μάνθανε → Dum floret aetas, disce, quod scitum decet → In jungem Alter lerne viel, was brauchbar ist
(6_3) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εἰρηνεύω''': [[φέρω]] εἰς εἰρήνην, διαλλάττω, Δίων, Κ. 77. 12· στάσιν Βαβρ. 39. 4. ΙΙ. ἀμετάβ. τηρῶ εἰρήνην, [[διάγω]] εἰρηνικῶς, Πλάτ. Θεαίτ. 180Β· [[πρός]] τινα Διοδ. Ἀποσπ. 491. 6· μετά τινος Ἐπιστ. π. Ρωμ. ιβ΄, 18· οὕτω καὶ ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, πρὸς τοὺς κρείττους εἰρηνεύεσθαι Ἀριστ. Ρητ. 1. 4, 9, Συλλ. Ἐπιγρ. 5127Ε. | |lstext='''εἰρηνεύω''': [[φέρω]] εἰς εἰρήνην, διαλλάττω, Δίων, Κ. 77. 12· στάσιν Βαβρ. 39. 4. ΙΙ. ἀμετάβ. τηρῶ εἰρήνην, [[διάγω]] εἰρηνικῶς, Πλάτ. Θεαίτ. 180Β· [[πρός]] τινα Διοδ. Ἀποσπ. 491. 6· μετά τινος Ἐπιστ. π. Ρωμ. ιβ΄, 18· οὕτω καὶ ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, πρὸς τοὺς κρείττους εἰρηνεύεσθαι Ἀριστ. Ρητ. 1. 4, 9, Συλλ. Ἐπιγρ. 5127Ε. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<b>1</b> <i>intr.</i> vivre en paix;<br /><b>2</b> <i>tr.</i> pacifier, apaiser;<br /><i><b>Moy.</b></i> εἰρηνεύομαι être en paix : [[πρός]] τινα, avec qqn.<br />'''Étymologie:''' [[εἰρήνη]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:53, 9 August 2017
English (LSJ)
A bring to peace, reconcile, D.C.77.12, gloss on Babr. 39.4. II intr., keep peace, live peaceably, Pl.Tht.180b; πρός τινα D.S.21.16; μετὰ πάντων Ep.Rom.12.18:—Med., πρὸς τοὺς κρείττους εἰρηνεύεσθαι Arist.Rh.1359b39, cf. OGI199.1 (Adule); χώρα -ομένη ἐκ παλαιοῦ Plb.5.8.7.
German (Pape)
[Seite 735] in Frieden bringen, beruhigen, Sp.; στάσιν Babr. 39, 4; εἰρηνευομένη χώρα Pol. 5, 8, 7. – Intraus., Frieden halten, im Frieden leben, Ggstz μάχομαι, Plat. Theaet. 180 a u. Sp., wie N. T Auch im med., Pol. 5, 8, 7.
Greek (Liddell-Scott)
εἰρηνεύω: φέρω εἰς εἰρήνην, διαλλάττω, Δίων, Κ. 77. 12· στάσιν Βαβρ. 39. 4. ΙΙ. ἀμετάβ. τηρῶ εἰρήνην, διάγω εἰρηνικῶς, Πλάτ. Θεαίτ. 180Β· πρός τινα Διοδ. Ἀποσπ. 491. 6· μετά τινος Ἐπιστ. π. Ρωμ. ιβ΄, 18· οὕτω καὶ ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, πρὸς τοὺς κρείττους εἰρηνεύεσθαι Ἀριστ. Ρητ. 1. 4, 9, Συλλ. Ἐπιγρ. 5127Ε.
French (Bailly abrégé)
1 intr. vivre en paix;
2 tr. pacifier, apaiser;
Moy. εἰρηνεύομαι être en paix : πρός τινα, avec qqn.
Étymologie: εἰρήνη.