ἐκζητέω: Difference between revisions
From LSJ
εἰς ἀναισχύντους θήκας ἐτράποντο → they resorted to disgraceful modes of burial, they lost all shame in the burial of the dead
(6_5) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐκζητέω''': ἀναζητῶ, Ἀριστείδ. 1. 488· [[περί]] τινος Ἐπιστολ. Πέτρ. Α΄, α΄, 10. ΙΙ. ἀπαιτῶ λόγον [[παρά]] τινος διά τι, καὶ νῦν ἐκζητήσω τὸ [[αἷμα]] [[αὐτοῦ]] ἐκ χειρὸς ὑμῶν Ἑβδ. (Βασιλ. Β΄, δ΄, 11), Εὐαγγ. κ. Λουκ. ια΄, 50. | |lstext='''ἐκζητέω''': ἀναζητῶ, Ἀριστείδ. 1. 488· [[περί]] τινος Ἐπιστολ. Πέτρ. Α΄, α΄, 10. ΙΙ. ἀπαιτῶ λόγον [[παρά]] τινος διά τι, καὶ νῦν ἐκζητήσω τὸ [[αἷμα]] [[αὐτοῦ]] ἐκ χειρὸς ὑμῶν Ἑβδ. (Βασιλ. Β΄, δ΄, 11), Εὐαγγ. κ. Λουκ. ια΄, 50. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> rechercher;<br /><b>2</b> demander compte de;<br /><b>3</b> réclamer;<br /><b>4</b> rechercher ; suivre ; <i>avec un rég. de ch.</i> obéir à, suivre fidèlement.<br />'''Étymologie:''' [[ἐκ]], [[ζητέω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:53, 9 August 2017
English (LSJ)
A seek out, Aristid.1.488 J., PMag. Osl.1.354 ; τινάς POxy. 1465.11 (i B.C.) ; περίτινος 1 Ep.Pet. 1.10. II demand an account of, τὸ αἷμα LXX 2 Ki.4.11, al., cf. Ev.Luc.11.50 (Pass.).
German (Pape)
[Seite 759] heraussuchen, aufsuchen, Sp.; – verfolgen, rächen, LXX. u. N. T.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκζητέω: ἀναζητῶ, Ἀριστείδ. 1. 488· περί τινος Ἐπιστολ. Πέτρ. Α΄, α΄, 10. ΙΙ. ἀπαιτῶ λόγον παρά τινος διά τι, καὶ νῦν ἐκζητήσω τὸ αἷμα αὐτοῦ ἐκ χειρὸς ὑμῶν Ἑβδ. (Βασιλ. Β΄, δ΄, 11), Εὐαγγ. κ. Λουκ. ια΄, 50.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 rechercher;
2 demander compte de;
3 réclamer;
4 rechercher ; suivre ; avec un rég. de ch. obéir à, suivre fidèlement.
Étymologie: ἐκ, ζητέω.