ἐκκομψεύομαι: Difference between revisions
From LSJ
Δεῖ τοὺς μὲν εἶναι δυστυχεῖς, τοὺς δ' εὐτυχεῖς → Aliis necesse est bene sit, aliis sit male → Die einen trifft das Unglück, andere das Glück
(6_14) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐκκομψεύομαι''': μέσ., [[λέγω]] ἢ [[προτείνω]] τι [[μετὰ]] κομψότητος, Εὐρ. Ι. Α. 333, [[ἔνθα]] ὁ Ruhnk. προτείνει εὖ κεκόμψευσαι καὶ ἄλλοι ἄλλα, πρβλ. [[κομψεύω]]. | |lstext='''ἐκκομψεύομαι''': μέσ., [[λέγω]] ἢ [[προτείνω]] τι [[μετὰ]] κομψότητος, Εὐρ. Ι. Α. 333, [[ἔνθα]] ὁ Ruhnk. προτείνει εὖ κεκόμψευσαι καὶ ἄλλοι ἄλλα, πρβλ. [[κομψεύω]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>pf. 2ᵉ sg.</i> ἐκκεκόμψευσαι;<br />exprimer avec grâce <i>ou</i> éloquence.<br />'''Étymologie:''' [[ἐκ]], [[κομψεύω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:53, 9 August 2017
English (LSJ)
Med.,
A set forth in fair terms, E.IA333 (but prob. εὖ κεκόμψευσαι).
German (Pape)
[Seite 764] sehr witzig sein, s. simplex, Eur. I. A. 333.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκκομψεύομαι: μέσ., λέγω ἢ προτείνω τι μετὰ κομψότητος, Εὐρ. Ι. Α. 333, ἔνθα ὁ Ruhnk. προτείνει εὖ κεκόμψευσαι καὶ ἄλλοι ἄλλα, πρβλ. κομψεύω.
French (Bailly abrégé)
pf. 2ᵉ sg. ἐκκεκόμψευσαι;
exprimer avec grâce ou éloquence.
Étymologie: ἐκ, κομψεύω.