ἐκπροχέω: Difference between revisions
From LSJ
Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei
(6_13a) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐκπροχέω''': μέλλ. -χεῶ, [[ἐκχέω]] πρὸς τὰ ἐμπρός, λοιβὰς ἐκπροχέων Ὀρφ. Ἀργ. 573· ἐκπρ. ἰαχὰν Ἀνθ. Π. 7. 201· ἀφίνω νὰ χυθῇ τι, νὰ πέσῃ, πλοκάμους ἀυτόθι 22· ὄσσων [[δάκρυον]] Ἐπιγράμμ. ἑλλ. 562. 6. | |lstext='''ἐκπροχέω''': μέλλ. -χεῶ, [[ἐκχέω]] πρὸς τὰ ἐμπρός, λοιβὰς ἐκπροχέων Ὀρφ. Ἀργ. 573· ἐκπρ. ἰαχὰν Ἀνθ. Π. 7. 201· ἀφίνω νὰ χυθῇ τι, νὰ πέσῃ, πλοκάμους ἀυτόθι 22· ὄσσων [[δάκρυον]] Ἐπιγράμμ. ἑλλ. 562. 6. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=épancher, répandre.<br />'''Étymologie:''' [[ἐκ]], [[προχέω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:54, 9 August 2017
English (LSJ)
A pour forth, ἰαχάν AP7.201 (Pamph.) ; πλοκάμους ib.22 (Simm.) ; ὄσσων δάκρυον IG14.2123.
German (Pape)
[Seite 777] (s. χέω), ausgießen; λοιβάς Orph. Arg. 573; übertr. ἰαχάν, ertönen lassen, Pamphil. 2 (VII, 201); πλοκάμους, ausbreiten, Simm. 2 (VII, 22).
Greek (Liddell-Scott)
ἐκπροχέω: μέλλ. -χεῶ, ἐκχέω πρὸς τὰ ἐμπρός, λοιβὰς ἐκπροχέων Ὀρφ. Ἀργ. 573· ἐκπρ. ἰαχὰν Ἀνθ. Π. 7. 201· ἀφίνω νὰ χυθῇ τι, νὰ πέσῃ, πλοκάμους ἀυτόθι 22· ὄσσων δάκρυον Ἐπιγράμμ. ἑλλ. 562. 6.