ἐμπηδάω: Difference between revisions

From LSJ

τοῦ δὲ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί → in war, opportunities won't wait | the chances of war will not wait (Thucydides 1.142.2)

Source
(6_13b)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐμπηδάω''': μέλλ. -ήσομαι, πηδῶ [[ἐπάνω]] εἴς τινα, τὸν δὲ θυμωθέντα ἐμπηδῆσαι αὐτῇ ἐχούσῃ ἐν γαστρὶ Ἡρόδ. 3. 32. 2) ἐμπ. εἰς..., πηδῶ εἴς τι, ἢ [[ἐντός]] τινος, ἐς τὴν ναῦν Ἕρμιππ. ἐν «Στρατιώταις» 5, πρβλ. Πολύβ. 12. 9, 4. 3) ἀπολ. ἐν τῇ μετοχ. τοῦ ἀορ., ἐμπηδήσας... ὑπερεμπίπλαται ἔτνους τινὸς ἢ ταρίχους, ὁρμᾷ... καὶ γεμίζει τὴν κοιλίαν του μὲ..., Λουκ. πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 20.
|lstext='''ἐμπηδάω''': μέλλ. -ήσομαι, πηδῶ [[ἐπάνω]] εἴς τινα, τὸν δὲ θυμωθέντα ἐμπηδῆσαι αὐτῇ ἐχούσῃ ἐν γαστρὶ Ἡρόδ. 3. 32. 2) ἐμπ. εἰς..., πηδῶ εἴς τι, ἢ [[ἐντός]] τινος, ἐς τὴν ναῦν Ἕρμιππ. ἐν «Στρατιώταις» 5, πρβλ. Πολύβ. 12. 9, 4. 3) ἀπολ. ἐν τῇ μετοχ. τοῦ ἀορ., ἐμπηδήσας... ὑπερεμπίπλαται ἔτνους τινὸς ἢ ταρίχους, ὁρμᾷ... καὶ γεμίζει τὴν κοιλίαν του μὲ..., Λουκ. πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 20.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> bondir dans, τινι;<br /><b>2</b> s’élancer sur.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[πηδάω]].
}}
}}

Revision as of 19:54, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐμπηδάω Medium diacritics: ἐμπηδάω Low diacritics: εμπηδάω Capitals: ΕΜΠΗΔΑΩ
Transliteration A: empēdáō Transliteration B: empēdaō Transliteration C: empidao Beta Code: e)mphda/w

English (LSJ)

   A jump upon, αὐτῇ ἐχούσῃ ἐν γαστρί Hdt.3.32: metaph. of sense-impressions, Archig. ap. Orib.8.2.5.    2 ἐ. εἰς . . leap or spring into, ἐς τὴν ναῦν Hermipp.54, cf. Plb.12.8.4.    3 abs., beat, of the heart, Ph.1.67: aor. part. ἐμπηδήσας eagerly, greedily, Luc. Hist.Conscr.20.

German (Pape)

[Seite 812] darin-, darausspringen; εἰς αὐλὴν καὶ σκηνήν Pol. 12, 9, 4; εἰς τὸ πῦρ D. Cass. 62, 18; a. Sp.; darauf losspringen, Luc. hist. conscr. 20.

Greek (Liddell-Scott)

ἐμπηδάω: μέλλ. -ήσομαι, πηδῶ ἐπάνω εἴς τινα, τὸν δὲ θυμωθέντα ἐμπηδῆσαι αὐτῇ ἐχούσῃ ἐν γαστρὶ Ἡρόδ. 3. 32. 2) ἐμπ. εἰς..., πηδῶ εἴς τι, ἢ ἐντός τινος, ἐς τὴν ναῦν Ἕρμιππ. ἐν «Στρατιώταις» 5, πρβλ. Πολύβ. 12. 9, 4. 3) ἀπολ. ἐν τῇ μετοχ. τοῦ ἀορ., ἐμπηδήσας... ὑπερεμπίπλαται ἔτνους τινὸς ἢ ταρίχους, ὁρμᾷ... καὶ γεμίζει τὴν κοιλίαν του μὲ..., Λουκ. πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 20.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 bondir dans, τινι;
2 s’élancer sur.
Étymologie: ἐν, πηδάω.