νηοπόλος: Difference between revisions

From LSJ

ἔκδοτον σεαυτὴν τῷ σύροντι ποταμῷ τῶν πραγμάτων ἐᾶσαι → abandon yourself to the eddying flow of events

Source
(6_5)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''νηοπόλος''': Ἀττ. νᾱοπ-, ον, ([[νηός]], [[πολέω]]) ὁ ἐργαζόμενος ἐν τῷ ναῷ, περιποιούμενος ναόν, [[φύλαξ]] τοῦ ναοῦ, Ἡσ. Θ. 991, Μανέθων 4. 427· θηλ., Ἀνθ. Π. 1. 16.
|lstext='''νηοπόλος''': Ἀττ. νᾱοπ-, ον, ([[νηός]], [[πολέω]]) ὁ ἐργαζόμενος ἐν τῷ ναῷ, περιποιούμενος ναόν, [[φύλαξ]] τοῦ ναοῦ, Ἡσ. Θ. 991, Μανέθων 4. 427· θηλ., Ἀνθ. Π. 1. 16.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui prend soin d’un temple, prêtre <i>ou</i> ministre d’un temple.<br />'''Étymologie:''' [[ναός]], [[πολέω]].
}}
}}

Revision as of 19:54, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νηοπόλος Medium diacritics: νηοπόλος Low diacritics: νηοπόλος Capitals: ΝΗΟΠΟΛΟΣ
Transliteration A: nēopólos Transliteration B: nēopolos Transliteration C: niopolos Beta Code: nhopo/los

English (LSJ)

   A v. ναοπόλος.

Greek (Liddell-Scott)

νηοπόλος: Ἀττ. νᾱοπ-, ον, (νηός, πολέω) ὁ ἐργαζόμενος ἐν τῷ ναῷ, περιποιούμενος ναόν, φύλαξ τοῦ ναοῦ, Ἡσ. Θ. 991, Μανέθων 4. 427· θηλ., Ἀνθ. Π. 1. 16.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui prend soin d’un temple, prêtre ou ministre d’un temple.
Étymologie: ναός, πολέω.