προσλάζυμαι: Difference between revisions
From LSJ
διὰ νήσων τὸν πλόον ἐποιεῦντο → they kept sailing through the islands
(6_5) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''προσλάζῠμαι''': ἀποθετ., γεραιᾶς χειρὸς προσλαζύμεναι, «ἐχόμεναι τῆς γεραιᾶς χειρὸς» (σχολ.), Εὐρ. Ἑκ. 64. | |lstext='''προσλάζῠμαι''': ἀποθετ., γεραιᾶς χειρὸς προσλαζύμεναι, «ἐχόμεναι τῆς γεραιᾶς χειρὸς» (σχολ.), Εὐρ. Ἑκ. 64. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>seul. prés.</i><br /><i>poét. c.</i> [[προσλαμβάνω]].<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[λάζυμαι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:55, 9 August 2017
English (LSJ)
A take hold of besides, χειρός E.Hec.64 (anap.): also προσκῡρ-λάζομαι, Pomp.Mac.1.3.
German (Pape)
[Seite 771] = Vorigem; γεραιᾶς χειρὸς προσλαζύμενοι, Eur. Hec. 64; Pomp. Macr. bei Stob. Floril. 78, 7.
Greek (Liddell-Scott)
προσλάζῠμαι: ἀποθετ., γεραιᾶς χειρὸς προσλαζύμεναι, «ἐχόμεναι τῆς γεραιᾶς χειρὸς» (σχολ.), Εὐρ. Ἑκ. 64.
French (Bailly abrégé)
seul. prés.
poét. c. προσλαμβάνω.
Étymologie: πρός, λάζυμαι.