ὁμόφωνος: Difference between revisions
Ἐὰν δ' ἔχωμεν χρήμαθ', ἕξομεν φίλους → If we have money, then we will have friends → Habebo amicos, si habuero pecuniam → An Freunden wird's nicht fehlen, wenn's an Geld nicht fehlt
(6_18) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὁμόφωνος''': -ον, ὁ ὁμιλῶν τὴν αὐτὴν γλῶσσαν μετά τινος, ἔνθεα οὐχ ὁμ. σφισι (= ἀλλλήλοις) Ἡρόδ. 3. 98, πρβλ. Θουκ. 4. 3, Ξεν. Ἀπομν. 4. 4, 19. ΙΙ. ὁ ἔχων τὸν αὐτὸν ἦχον ἢ τόνον, τινι Αἰσχλυλ. Ἀγ. 158· - Ἐπίρρ. -νως, ὁμωνύμως, τινὶ Στράβ. 411. 2) ἐν τῇ Μουσικῇ μὲ τὸν αὐτὸν τόνον, ἐν ὁμοφωνίᾳ, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ [[σύμφωνος]] (ἐν ἁρμονίᾳ), ἴδε Ἀριστ. Προβλ. 19. 39, 1. - Ἐπίρρ. -νως, μιᾷ φωνῇ, Πλουτ. Γάλβ. 5. | |lstext='''ὁμόφωνος''': -ον, ὁ ὁμιλῶν τὴν αὐτὴν γλῶσσαν μετά τινος, ἔνθεα οὐχ ὁμ. σφισι (= ἀλλλήλοις) Ἡρόδ. 3. 98, πρβλ. Θουκ. 4. 3, Ξεν. Ἀπομν. 4. 4, 19. ΙΙ. ὁ ἔχων τὸν αὐτὸν ἦχον ἢ τόνον, τινι Αἰσχλυλ. Ἀγ. 158· - Ἐπίρρ. -νως, ὁμωνύμως, τινὶ Στράβ. 411. 2) ἐν τῇ Μουσικῇ μὲ τὸν αὐτὸν τόνον, ἐν ὁμοφωνίᾳ, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ [[σύμφωνος]] (ἐν ἁρμονίᾳ), ἴδε Ἀριστ. Προβλ. 19. 39, 1. - Ἐπίρρ. -νως, μιᾷ φωνῇ, Πλουτ. Γάλβ. 5. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui parle la même langue que, τινι;<br /><b>2</b> qui rend le même son, qui est d’accord, à l’unisson.<br />'''Étymologie:''' [[ὁμός]], [[φωνή]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:55, 9 August 2017
English (LSJ)
ον,
A speaking the same language with, ἔθνεα οὐκ ὁ. σφίσι (= ἀλλήλοις) Hdt.3.98, cf. Th.4.3, X.Mem.4.4.19. II of the same sound or tone, in unison with, τισι A.Ag.158(lyr.). Adv. -νως having the same name with, τινι Str.9.2.29. 2 in Music, on the same note, in unison, opp. σύμφωνος (in concord), Arist.Pr.921a7, al., Nicom.Harm.11.5, Ptol.Harm.1.7. Adv. -νως with one voice (accord), Plu.Galb.5, S.E.P.3.239. 3 Gramm., having the same sound (e.g. of voc. and nom. πόλις), Hdn. Gr.2.628.
German (Pape)
[Seite 342] dieselbe Sprache redend, τινί, mit Einem, Her. 3, 98; Thuc. 4, 3. 41; gleich an Klang, dazu-, übereinstimmend, τοῖς δ' ὁμόφωνον αἴλινον εἰπέ, Aesch. Ag. 153; γένος ὁμ. καὶ ὁμόνομον, Plat. Legg. IV, 708 c; Sp., auch adv. ὁμ οφώνως, S. Emp. pyrrh. 3, 239. – In der Musik = im Einklange singend, vgl. Arist. probl. 19, 39.
Greek (Liddell-Scott)
ὁμόφωνος: -ον, ὁ ὁμιλῶν τὴν αὐτὴν γλῶσσαν μετά τινος, ἔνθεα οὐχ ὁμ. σφισι (= ἀλλλήλοις) Ἡρόδ. 3. 98, πρβλ. Θουκ. 4. 3, Ξεν. Ἀπομν. 4. 4, 19. ΙΙ. ὁ ἔχων τὸν αὐτὸν ἦχον ἢ τόνον, τινι Αἰσχλυλ. Ἀγ. 158· - Ἐπίρρ. -νως, ὁμωνύμως, τινὶ Στράβ. 411. 2) ἐν τῇ Μουσικῇ μὲ τὸν αὐτὸν τόνον, ἐν ὁμοφωνίᾳ, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ σύμφωνος (ἐν ἁρμονίᾳ), ἴδε Ἀριστ. Προβλ. 19. 39, 1. - Ἐπίρρ. -νως, μιᾷ φωνῇ, Πλουτ. Γάλβ. 5.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui parle la même langue que, τινι;
2 qui rend le même son, qui est d’accord, à l’unisson.
Étymologie: ὁμός, φωνή.