συνείλησις: Difference between revisions
From LSJ
τὸν ἰητρὸν δοκέει μοι ἄριστον εἶναι πρόνοιαν ἐπιτηδεύειν → it appears to me a most excellent thing for the physician to cultivate prognosis
(6_11) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συνείλησις''': ἡ, τὸ συνειλῆσθαι, ἐπὶ χερσαίου ἐχίνου [[ὅταν]] συνειλῆται, κουβαριάζεται, «ὁ δὲ ἀποπνίγεται, τοῦ πνεύματος [[ἔνδον]] ἐκ τῆς συνειλήσεως κατεσχημένου» Αἰλ. π. Ζ. 6. 64. | |lstext='''συνείλησις''': ἡ, τὸ συνειλῆσθαι, ἐπὶ χερσαίου ἐχίνου [[ὅταν]] συνειλῆται, κουβαριάζεται, «ὁ δὲ ἀποπνίγεται, τοῦ πνεύματος [[ἔνδον]] ἐκ τῆς συνειλήσεως κατεσχημένου» Αἰλ. π. Ζ. 6. 64. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=εως (ἡ) :<br />action de se ramasser sur soi-même.<br />'''Étymologie:''' [[συνειλέω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:55, 9 August 2017
English (LSJ)
εως, ἡ,
A rolling oneself up, of a hedgehog, Ael.NA6.64; rolling up, Sch.Arat.156; synthesis, ἀνάπλωσις καὶ σ. Iamb.Comm.Math.12.
German (Pape)
[Seite 1010] ἡ, das Zusammenwickeln, -treiben, Schol. Arat. 156.
Greek (Liddell-Scott)
συνείλησις: ἡ, τὸ συνειλῆσθαι, ἐπὶ χερσαίου ἐχίνου ὅταν συνειλῆται, κουβαριάζεται, «ὁ δὲ ἀποπνίγεται, τοῦ πνεύματος ἔνδον ἐκ τῆς συνειλήσεως κατεσχημένου» Αἰλ. π. Ζ. 6. 64.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action de se ramasser sur soi-même.
Étymologie: συνειλέω.