καταλλακτικός: Difference between revisions
From LSJ
Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau
(6_10) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''καταλλακτικός''': -ή, -όν, [[εὔκολος]] πρὸς διαλλαγήν, εἰρηνευτικός, [[εὐδιάλλακτος]], [[εὐκατάλλακτος]], Ἀριστ. Ρητ. 1.9, 31. | |lstext='''καταλλακτικός''': -ή, -όν, [[εὔκολος]] πρὸς διαλλαγήν, εἰρηνευτικός, [[εὐδιάλλακτος]], [[εὐκατάλλακτος]], Ἀριστ. Ρητ. 1.9, 31. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />d’esprit conciliant;<br /><i>Cp.</i> καταλλακτικώτερος.<br />'''Étymologie:''' [[καταλλάσσω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:55, 9 August 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A easy to reconcile, placable, Arist. EE1222b2, Rh.1367b17 (Comp.): c. dat., κ. τοῖς ὑπηκόοις prob. in Muson.Fr.33p.122H.
German (Pape)
[Seite 1360] ή, όν, zum Aussöhnen geeignet u. geschickt, Arist. eud. 2, 6; – καταλλακτικώτερος, verträglicher, Arist. rhet. 1, 9.
Greek (Liddell-Scott)
καταλλακτικός: -ή, -όν, εὔκολος πρὸς διαλλαγήν, εἰρηνευτικός, εὐδιάλλακτος, εὐκατάλλακτος, Ἀριστ. Ρητ. 1.9, 31.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
d’esprit conciliant;
Cp. καταλλακτικώτερος.
Étymologie: καταλλάσσω.