κυβερνήτης: Difference between revisions
Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχει → Felix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt
(6_19) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κῠβερνήτης''': -ου, ὁ, [[κυβερνήτης]] πλοίου, [[πηδαλιοῦχος]], Λατ. gubernator, Ἰλ. Τ. 43, Ὀδ. Ι. 78, Ἡρόδ. 2. 164 (ἐν Ἰων. αἰτ. κυβερνήτεα), Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 770, Ἀριστοφ. Θεσμ. 837, Θουκ. 7. 70, κτλ. 2) μεταφ., ὁ κυβερνῶν πόλιν, ἐπεί τοι κοὐδὲν [[αἰτία]] [[πόλις]] κακῶς κλύουσα διὰ κυβερνήτην κακὸν Εὐρ. Ἱκέτ. 880, Πλάτ. Φαῖδρ. 247C. | |lstext='''κῠβερνήτης''': -ου, ὁ, [[κυβερνήτης]] πλοίου, [[πηδαλιοῦχος]], Λατ. gubernator, Ἰλ. Τ. 43, Ὀδ. Ι. 78, Ἡρόδ. 2. 164 (ἐν Ἰων. αἰτ. κυβερνήτεα), Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 770, Ἀριστοφ. Θεσμ. 837, Θουκ. 7. 70, κτλ. 2) μεταφ., ὁ κυβερνῶν πόλιν, ἐπεί τοι κοὐδὲν [[αἰτία]] [[πόλις]] κακῶς κλύουσα διὰ κυβερνήτην κακὸν Εὐρ. Ἱκέτ. 880, Πλάτ. Φαῖδρ. 247C. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>I.</b> <i>primit.</i> pilote, chef de timonerie;<br /><b>II.</b> <i>postér.</i> officier de marine :<br /><b>1</b> commandant en second d’un navire, subordonné au triérarque;<br /><b>2</b> commandant de l’arrière.<br />'''Étymologie:''' [[κυβερνάω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:55, 9 August 2017
English (LSJ)
(Aeol. κυμερνήτης, q.v.), ου, ὁ,
A steersman, pilot, Il.19.43, Od.9.78, A.Supp. 770, Hdt.2.164, Ar.Th.837, Th.7.70, Pl.R.341c, etc.; skipper of Nileboat, ναύκληρος καὶ κ. PHib.1.39.6 (iii B.C.), cf. PGiss.11 (ii A.D.), etc. 2 metaph., guide, governor, E.Supp.880, Pl.Phdr.247c; as an official title, PMasp.89 iii 1 (vi A.D.).
German (Pape)
[Seite 1522] ὁ, der Steuermann, zunächst des Schiffes; Od. 3, 279; τὰς (νῆας) δ' ἄνεμός τε κυβερνῆταί τ' ἴθυνον 9, 78; φιλεῖ ὠδῖνα τίκτειν νὺξ κυβερνήτῃ σοφῷ Aesch. Suppl. 751; a. D., wie in Prosa; κυβερνήτεα im acc., Her. 8, 18; ihm entspricht der πρωρεύς auf der πρώρα, Xen. An. 5, 8, 20. – Uebertr., bes. vom Lenker des Staates; πόλις κακῶς κλύουσα διὰ κυβερνήτην κακόν Eur. Suppl. 880; κυβερνήτῃ νῷ χρῆται Plat. Phaedr. 247 c.
Greek (Liddell-Scott)
κῠβερνήτης: -ου, ὁ, κυβερνήτης πλοίου, πηδαλιοῦχος, Λατ. gubernator, Ἰλ. Τ. 43, Ὀδ. Ι. 78, Ἡρόδ. 2. 164 (ἐν Ἰων. αἰτ. κυβερνήτεα), Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 770, Ἀριστοφ. Θεσμ. 837, Θουκ. 7. 70, κτλ. 2) μεταφ., ὁ κυβερνῶν πόλιν, ἐπεί τοι κοὐδὲν αἰτία πόλις κακῶς κλύουσα διὰ κυβερνήτην κακὸν Εὐρ. Ἱκέτ. 880, Πλάτ. Φαῖδρ. 247C.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
I. primit. pilote, chef de timonerie;
II. postér. officier de marine :
1 commandant en second d’un navire, subordonné au triérarque;
2 commandant de l’arrière.
Étymologie: κυβερνάω.