νώθεια: Difference between revisions
From LSJ
Θέλων καλῶς ζῆν μὴ τὰ τῶν φαύλων φρόνει → Victurus bene, ne mentem pravorum geras → Wenn gut du leben willst, zeig nicht der Schlechten Sinn
(6_9) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''νώθεια''': ἡ, (ἐκ τοῦ νωθὴς) βραδύτης, [[ὀκνηρία]], [[νωθρότης]], Πλάτ. Φαῖδρ. 235C, Λουκ. πρὸς Ἀπαίδευτ. 22, Βαβρ. 95. 70 (συνήθως φέρεται νωθεία). | |lstext='''νώθεια''': ἡ, (ἐκ τοῦ νωθὴς) βραδύτης, [[ὀκνηρία]], [[νωθρότης]], Πλάτ. Φαῖδρ. 235C, Λουκ. πρὸς Ἀπαίδευτ. 22, Βαβρ. 95. 70 (συνήθως φέρεται νωθεία). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ας (ἡ) :<br />lenteur, nonchalance ; lourdeur.<br />'''Étymologie:''' [[νωθής]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:55, 9 August 2017
English (LSJ)
ἡ,
A slowness, sluggishness, Pl.Phdr.235d, Tht.195c, Luc. Ind.22, Babr.95.70, Poll.3.122, Ael.NA16.21.
German (Pape)
[Seite 272] ἡ, Langsamkeit, Trägheit, Faulheit, ὑπὸ νωθείας οὐ δυνάμενος πεισθῆναι, Plat. Theaet. 195 c, vgl. Phaedr. 235 d.
Greek (Liddell-Scott)
νώθεια: ἡ, (ἐκ τοῦ νωθὴς) βραδύτης, ὀκνηρία, νωθρότης, Πλάτ. Φαῖδρ. 235C, Λουκ. πρὸς Ἀπαίδευτ. 22, Βαβρ. 95. 70 (συνήθως φέρεται νωθεία).
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
lenteur, nonchalance ; lourdeur.
Étymologie: νωθής.