συνεξετάζω: Difference between revisions
γεγόναμεν γὰρ πρὸς συνεργίαν ὡς πόδες, ὡς χεῖρες, ὡς βλέφαρα, ὡς οἱ στοῖχοι τῶν ἄνω καὶ κάτω ὀδόντων. τὸ οὖν ἀντιπράσσειν ἀλλήλοις παρὰ φύσιν → we are all made for mutual assistance, as the feet, the hands, and the eyelids, as the rows of the upper and under teeth, from whence it follows that clashing and opposition is perfectly unnatural
(6_2) |
(Bailly1_5) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συνεξετάζω''': [[ἐξετάζω]], ἐρευνῶ [[ὁμοῦ]] μετά τινος, Πλάτ. Νόμ. 900D ― Παθ., οἱ συνεξεταζόμενοι μετά τινος ἢ τινι, οἱ τῆς αὐτῆς μερίδος, οἱ ὀπαδοὶ [[αὐτοῦ]], Δημ. 556. 16., 576. 12, πρβλ. Λουκ. Εἰκόν. 15· ― [[ὡσαύτως]], συνεξετάζομαί τινι, ἐξετάζομαι [[ὁμοῦ]] μετά τινος, μετροῦμαι [[πρός]] τινα, ἁμιλλῶμαι [[πρός]] τινα, Ἀντιφῶν 3. 54. | |lstext='''συνεξετάζω''': [[ἐξετάζω]], ἐρευνῶ [[ὁμοῦ]] μετά τινος, Πλάτ. Νόμ. 900D ― Παθ., οἱ συνεξεταζόμενοι μετά τινος ἢ τινι, οἱ τῆς αὐτῆς μερίδος, οἱ ὀπαδοὶ [[αὐτοῦ]], Δημ. 556. 16., 576. 12, πρβλ. Λουκ. Εἰκόν. 15· ― [[ὡσαύτως]], συνεξετάζομαί τινι, ἐξετάζομαι [[ὁμοῦ]] μετά τινος, μετροῦμαι [[πρός]] τινα, ἁμιλλῶμαι [[πρός]] τινα, Ἀντιφῶν 3. 54. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<b>I.</b> rechercher <i>ou</i> examiner ensemble;<br /><b>II.</b> <i>Pass.</i> <b>1</b> se faire rechercher <i>ou</i> poursuivre en justice avec, τινι;<br /><b>2</b> être mis au rang de, être du parti de, τινι;<br /><b>3</b> se comparer à, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἐξετάζω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:55, 9 August 2017
English (LSJ)
A search out and examine along with or together, Pl.Lg.900d, Ph.2.197, Iamb.Comm. Math.14:—Pass., to be reckoned with or among, οἱ συνεξεταζόμενοι μετά τινος or τινι his party or adherents, D.21.127,190, cf. Luc.Pr. Im.15; but also συνεξετάζεσθαί τινι measure oneself with one, rival him, Alciphr.3.54.
Greek (Liddell-Scott)
συνεξετάζω: ἐξετάζω, ἐρευνῶ ὁμοῦ μετά τινος, Πλάτ. Νόμ. 900D ― Παθ., οἱ συνεξεταζόμενοι μετά τινος ἢ τινι, οἱ τῆς αὐτῆς μερίδος, οἱ ὀπαδοὶ αὐτοῦ, Δημ. 556. 16., 576. 12, πρβλ. Λουκ. Εἰκόν. 15· ― ὡσαύτως, συνεξετάζομαί τινι, ἐξετάζομαι ὁμοῦ μετά τινος, μετροῦμαι πρός τινα, ἁμιλλῶμαι πρός τινα, Ἀντιφῶν 3. 54.
French (Bailly abrégé)
I. rechercher ou examiner ensemble;
II. Pass. 1 se faire rechercher ou poursuivre en justice avec, τινι;
2 être mis au rang de, être du parti de, τινι;
3 se comparer à, τινι.
Étymologie: σύν, ἐξετάζω.