συνδρομάς: Difference between revisions

From LSJ

ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)

Source
(6_4)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''συνδρομάς''': -άδος, ἰδιότυπον θηλυκ. τοῦ [[σύνδρομος]], αἱ σ. πέτραι, = συμπληγάδες, Εὐρ. Ι. Τ. 422· σ. [[Κυάνεαι]] Θεόκρ. 13. 22.
|lstext='''συνδρομάς''': -άδος, ἰδιότυπον θηλυκ. τοῦ [[σύνδρομος]], αἱ σ. πέτραι, = συμπληγάδες, Εὐρ. Ι. Τ. 422· σ. [[Κυάνεαι]] Θεόκρ. 13. 22.
}}
{{bailly
|btext=άδος<br /><i>adj. f. c.</i> [[σύνδρομος]].
}}
}}

Revision as of 19:55, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνδρομάς Medium diacritics: συνδρομάς Low diacritics: συνδρομάς Capitals: ΣΥΝΔΡΟΜΑΣ
Transliteration A: syndromás Transliteration B: syndromas Transliteration C: syndromas Beta Code: sundroma/s

English (LSJ)

άδος, pecul. fem. of σύνδρομος, πέτραι αἱ σ.,

   A = συμπληγάδες, E.IT421 (lyr.); Κυάνεαι σ. Theoc.13.22; μέσας τέρμασιν ἄκροις συνδρομάδας (two) mean proportionals to extremes, Eratosth. 35.6.

German (Pape)

[Seite 1009] άδος, ἡ, bes. fem. zu σύνδρομος; πέτραι, = συμπληγάδες, Eur. I. T 422; γραμμαί, Eratosth.

Greek (Liddell-Scott)

συνδρομάς: -άδος, ἰδιότυπον θηλυκ. τοῦ σύνδρομος, αἱ σ. πέτραι, = συμπληγάδες, Εὐρ. Ι. Τ. 422· σ. Κυάνεαι Θεόκρ. 13. 22.

French (Bailly abrégé)

άδος
adj. f. c. σύνδρομος.