ἴξαλος: Difference between revisions

From LSJ

Θυσία μεγίστη τῷ θεῷ τό γ' εὐσεβεῖν → Pietate maius nil offertur numini → Das größte Opfer für den Gott ist Frömmigkeit

Menander, Monostichoi, 246
(6_16)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἴξᾰλος''': -ον, ἐπίθ. τῆς ἀγρίας αἰγὸς (ἴδε ἐν λέξ. αἴξ), ἰξάλου αἰγὸς ἀγρίου Ἰλ. Δ. 105 ([[ἔνθα]] ἴδε Σχόλ.), πρβλ. Ἀνθ. Π. 6. 32, 113., 9. 00· -ἑρμηνεύεται διὰ τοῦ [[πηδητικός]], [[ὁρμητικός]], καὶ κοινῶς ἐτυμολογεῖται ἐκ τοῦ [[ἀΐσσω]], ὡς εἰ ἦν ἀΐξαλος (πρβλ. αἴξ, αἰγός).
|lstext='''ἴξᾰλος''': -ον, ἐπίθ. τῆς ἀγρίας αἰγὸς (ἴδε ἐν λέξ. αἴξ), ἰξάλου αἰγὸς ἀγρίου Ἰλ. Δ. 105 ([[ἔνθα]] ἴδε Σχόλ.), πρβλ. Ἀνθ. Π. 6. 32, 113., 9. 00· -ἑρμηνεύεται διὰ τοῦ [[πηδητικός]], [[ὁρμητικός]], καὶ κοινῶς ἐτυμολογεῖται ἐκ τοῦ [[ἀΐσσω]], ὡς εἰ ἦν ἀΐξαλος (πρβλ. αἴξ, αἰγός).
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />bondissant.<br />'''Étymologie:''' [[ἱκνέομαι]].
}}
}}

Revision as of 19:55, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἴξᾰλος Medium diacritics: ἴξαλος Low diacritics: ίξαλος Capitals: ΙΞΑΛΟΣ
Transliteration A: íxalos Transliteration B: ixalos Transliteration C: iksalos Beta Code: i)/calos

English (LSJ)

ον, epith. of the Ibex,= τέλειος acc. to Ar.Byz. ap. Eust. 1625.33, or

   A bounding, springing (as Sch.Il., Hsch., etc.), or = τομίας (as Porph. ap. Sch.Il.), ἰξάλου αἰγὸς ἀγρίου Il.4.105, cf. AP6.32 (Agath.), 113 (Simm.), 9.99 (Leon.). (Perh. borrowed fr. Asia Minor.)

German (Pape)

[Seite 1255] ὁ (nach VLL. entweder von ἀΐσσω, πηδητικός, od. von ἵξαι u. ἅλλεσθαι, richtiger wohl von ἵκω unmittelbar, wenn es nicht ein eigener Stamm ist), Beiwort der wilden Ziege, des Steinbocks, kletternd, τόξον ἐΰξοον ἰξάλο υ αἰγός Il. 4, 105, Schol. zu vgl.; ἴξαλος εὐπώγων αἰγὸς πόσις Leon. Tar. 61 (XI, 99); Ag. 29 (VI, 32).

Greek (Liddell-Scott)

ἴξᾰλος: -ον, ἐπίθ. τῆς ἀγρίας αἰγὸς (ἴδε ἐν λέξ. αἴξ), ἰξάλου αἰγὸς ἀγρίου Ἰλ. Δ. 105 (ἔνθα ἴδε Σχόλ.), πρβλ. Ἀνθ. Π. 6. 32, 113., 9. 00· -ἑρμηνεύεται διὰ τοῦ πηδητικός, ὁρμητικός, καὶ κοινῶς ἐτυμολογεῖται ἐκ τοῦ ἀΐσσω, ὡς εἰ ἦν ἀΐξαλος (πρβλ. αἴξ, αἰγός).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
bondissant.
Étymologie: ἱκνέομαι.