τευθίς: Difference between revisions

From LSJ

πενία δ' ἀγνώμονάς γε τοὺς πολλοὺς ποιεῖ → Immemores beneficiorum gignit inopia → Die Armut macht die meisten rücksichtslos und hart

Menander, Monostichoi, 227
(6_12)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''τευθίς''': -ίδος, ἡ, [[εἶδος]] μαλακίου, ὡς ἡ [[σηπία]], loligo vul?aris, κοινῶς «καλαμάρι», [[ὅπερ]] ἔτι καὶ νῦν ἀποτελεῖ εὐάρεστον [[ἔδεσμα]] παρ’ ἡμῖν, Ἀριστοφ. Ἀχ. 1156, Ἱππ. 929, 934, κλπ., πρβλ. [[τεῦθος]]· - παρὰ Φιλοξ 2. 13, ὁ Bgk. ἀναγινώσκει τευθιάς, άδος, ή. ΙΙ. [[ὄνομα]] εἴδους τινὸς ζυμαρικοῦ («[[πέμμα]] πλακουντῶδες» καθ’ Ἡσύχ.), Ἰατροκλ. παρ’ Ἀθην. 326E. [τευθῐς, ῐδος Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ., ἀλλὰ καὶ ῑδος, Δράκων 15. 24, Ἀθήν. 106C]. - Περὶ τευθίδος ἴδε Ξενοκρ. Κοραῆ σ. 15, 40, 43, 57, 68, 152, 194, 195.
|lstext='''τευθίς''': -ίδος, ἡ, [[εἶδος]] μαλακίου, ὡς ἡ [[σηπία]], loligo vul?aris, κοινῶς «καλαμάρι», [[ὅπερ]] ἔτι καὶ νῦν ἀποτελεῖ εὐάρεστον [[ἔδεσμα]] παρ’ ἡμῖν, Ἀριστοφ. Ἀχ. 1156, Ἱππ. 929, 934, κλπ., πρβλ. [[τεῦθος]]· - παρὰ Φιλοξ 2. 13, ὁ Bgk. ἀναγινώσκει τευθιάς, άδος, ή. ΙΙ. [[ὄνομα]] εἴδους τινὸς ζυμαρικοῦ («[[πέμμα]] πλακουντῶδες» καθ’ Ἡσύχ.), Ἰατροκλ. παρ’ Ἀθην. 326E. [τευθῐς, ῐδος Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ., ἀλλὰ καὶ ῑδος, Δράκων 15. 24, Ἀθήν. 106C]. - Περὶ τευθίδος ἴδε Ξενοκρ. Κοραῆ σ. 15, 40, 43, 57, 68, 152, 194, 195.
}}
{{bailly
|btext=ίδος (ἡ) :<br /><b>1</b> calmar, <i>poisson</i>;<br /><b>2</b> sorte de pâtisserie.<br />'''Étymologie:''' [[τεῦθος]] -- DELG étym. obscure, pê substrat.
}}
}}

Revision as of 19:55, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τευθίς Medium diacritics: τευθίς Low diacritics: τευθίς Capitals: ΤΕΥΘΙΣ
Transliteration A: teuthís Transliteration B: teuthis Transliteration C: tefthis Beta Code: teuqi/s

English (LSJ)

ίδος, ἡ,

   A calamary or squid, Loligo vulgaris, Semon.15, Ar.Ach.1156,Eq.929,934, Thphr.Sign.40, Gal.6.769, etc.; cf. τεῦθος:— in Philox.2.13, τευθιάς, άδος, ἡ,    II name of some sort of pastry, Iatrocl. ap. Ath.7.326e. [τευθῐς, ῐδος Ar. ll.cc., but also ῖδος, Ath.3.106c (s. v.l.).]

German (Pape)

[Seite 1101] ίδος, ἡ, eine Art Dintenfisch, der Kalamar, loligo; Ar. Ach. 1120 Equ. 926; comic. bei Ath. oft, s. VII, 326; Arist. H. A. 4, 1 u. sonst. Auch eine Art Backwerk. Iatrocles bei Ath. a. a. O. – [Nach Draco 15, 24 ist ι lang, aber in den vorhandenen Dichterstellen kurz; s. Ar. Equ. 936. 941 Ach. 1156; Opp. Hal. 1, 428.]

Greek (Liddell-Scott)

τευθίς: -ίδος, ἡ, εἶδος μαλακίου, ὡς ἡ σηπία, loligo vul?aris, κοινῶς «καλαμάρι», ὅπερ ἔτι καὶ νῦν ἀποτελεῖ εὐάρεστον ἔδεσμα παρ’ ἡμῖν, Ἀριστοφ. Ἀχ. 1156, Ἱππ. 929, 934, κλπ., πρβλ. τεῦθος· - παρὰ Φιλοξ 2. 13, ὁ Bgk. ἀναγινώσκει τευθιάς, άδος, ή. ΙΙ. ὄνομα εἴδους τινὸς ζυμαρικοῦ («πέμμα πλακουντῶδες» καθ’ Ἡσύχ.), Ἰατροκλ. παρ’ Ἀθην. 326E. [τευθῐς, ῐδος Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ., ἀλλὰ καὶ ῑδος, Δράκων 15. 24, Ἀθήν. 106C]. - Περὶ τευθίδος ἴδε Ξενοκρ. Κοραῆ σ. 15, 40, 43, 57, 68, 152, 194, 195.

French (Bailly abrégé)

ίδος (ἡ) :
1 calmar, poisson;
2 sorte de pâtisserie.
Étymologie: τεῦθος -- DELG étym. obscure, pê substrat.