περιπτωτικός: Difference between revisions

From LSJ

τὸ πεπρωμένον γὰρ οὐ μόνον βροτοῖς ἄφευκτόν ἐστιν, ἀλλὰ καὶ τὸν οὐρανόν ἔχουσι → fate is unavoidable not only for mortals, but also for those who hold the heavens

Source
(6_11)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''περιπτωτικός''': -ή, -όν, ὁ ἐμπίπτων εἰς ἐκεῖνο [[ὅπερ]] τις ἐπιθυμεῖ νὰ ἀποφύγῃ, Ἐπίκουρ. παρὰ Πλουτ. 2. 420D, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 6, 6, κτλ.· ἐπίρρ. -κῶς, [[αὐτόθι]] 4. 10, 6. ΙΙ. ὁ κατὰ σύμπτωσιν, [[τυχαῖος]], Γαλην.· ― -κῶς, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 1. 25.
|lstext='''περιπτωτικός''': -ή, -όν, ὁ ἐμπίπτων εἰς ἐκεῖνο [[ὅπερ]] τις ἐπιθυμεῖ νὰ ἀποφύγῃ, Ἐπίκουρ. παρὰ Πλουτ. 2. 420D, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 6, 6, κτλ.· ἐπίρρ. -κῶς, [[αὐτόθι]] 4. 10, 6. ΙΙ. ὁ κατὰ σύμπτωσιν, [[τυχαῖος]], Γαλην.· ― -κῶς, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 1. 25.
}}
{{bailly
|btext=η, ον :<br /><b>1</b> exposé aux accidents de la vie;<br /><b>2</b> qui tombe dans, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[περιπίπτω]].
}}
}}

Revision as of 19:55, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιπτωτικός Medium diacritics: περιπτωτικός Low diacritics: περιπτωτικός Capitals: ΠΕΡΙΠΤΩΤΙΚΟΣ
Transliteration A: periptōtikós Transliteration B: periptōtikos Transliteration C: periptotikos Beta Code: periptwtiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A falling into that which one seeks to avoid, Epicureiap. Plu.2.420d, Arr.Epict.3.6.6, etc.; τῷ κακῷ M.Ant. 10.7. Adv. -κῶς Arr.Epict.4.10.6.    II accidental, π. εἶδος ἐμπειρίας Gal.Sect. Intr.2. Adv. -κῶς S.E.M.1.25.

German (Pape)

[Seite 589] ή, όν, zufällig, dem Zufall ausgesetzt; hineinfallend, hineingerathend in Etwas, Plut. u. a. Sp. – Adv., S. Emp. adv. math. 25 u. oft.

Greek (Liddell-Scott)

περιπτωτικός: -ή, -όν, ὁ ἐμπίπτων εἰς ἐκεῖνο ὅπερ τις ἐπιθυμεῖ νὰ ἀποφύγῃ, Ἐπίκουρ. παρὰ Πλουτ. 2. 420D, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 6, 6, κτλ.· ἐπίρρ. -κῶς, αὐτόθι 4. 10, 6. ΙΙ. ὁ κατὰ σύμπτωσιν, τυχαῖος, Γαλην.· ― -κῶς, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 1. 25.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
1 exposé aux accidents de la vie;
2 qui tombe dans, τινι.
Étymologie: περιπίπτω.