κάπη: Difference between revisions

From LSJ

φύσις ἁπάντων τῶν διδαγμάτων κρατεῖ → Natura superat omne doctrinae genusNatur ist überlegen jedem Unterricht

Menander, Monostichoi, 213
(6_4)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κάπη''': ᾰ, ἡ, (ἴδε [[κάπτω]]) [[θέσις]] διὰ τὴν τροφὴν τῶν ζῴων, [[φάτνη]], ἵππους κατέδησαν ἐπ’ ἀμβροσίῃσι κάπῃσιν Ἰλ. Θ. 434· ἐφ’ ἱππείῃσι κάπῃσι Ὀδ. Δ. 40· ἀντὶ κάπης Λυκόφρ. 95· κάπηθεν, ὡς Ἐπίρρ., Σουΐδ.· καὶ ἐπίθετόν τι [[καπαῖος]], ἀναφέρεται ἐν τοῖς Ὀξον. Ἀνεκδ. 3. 83, 13, πιθανῶς ἐκ τοῦ Ἀντιφάνους, καπαῖον Δία· [[ἤτοι]] φατναῖον, ἴδε Meineke εἰς Ἕλλ. Κωμ. 3. 58.
|lstext='''κάπη''': ᾰ, ἡ, (ἴδε [[κάπτω]]) [[θέσις]] διὰ τὴν τροφὴν τῶν ζῴων, [[φάτνη]], ἵππους κατέδησαν ἐπ’ ἀμβροσίῃσι κάπῃσιν Ἰλ. Θ. 434· ἐφ’ ἱππείῃσι κάπῃσι Ὀδ. Δ. 40· ἀντὶ κάπης Λυκόφρ. 95· κάπηθεν, ὡς Ἐπίρρ., Σουΐδ.· καὶ ἐπίθετόν τι [[καπαῖος]], ἀναφέρεται ἐν τοῖς Ὀξον. Ἀνεκδ. 3. 83, 13, πιθανῶς ἐκ τοῦ Ἀντιφάνους, καπαῖον Δία· [[ἤτοι]] φατναῖον, ἴδε Meineke εἰς Ἕλλ. Κωμ. 3. 58.
}}
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br /><i>d’ord. au pl.</i><br />crèche, mangeoire.<br />'''Étymologie:''' DELG [[κάπτω]].
}}
}}

Revision as of 19:55, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κάπη Medium diacritics: κάπη Low diacritics: κάπη Capitals: ΚΑΠΗ
Transliteration A: kápē Transliteration B: kapē Transliteration C: kapi Beta Code: ka/ph

English (LSJ)

[ᾰ], ἡ, (κάπτω)

   A crib, manger, [ἵππους] κατέδησαν ἐπ' ἀμβροσίῃσι κάπῃσιν Il.8.434; ἐφ' ἱππείῃσι κάπῃσι Od.4.40; βουστάθμου κάπης S.Ichn.8; ἀντὶ κάπης Lyc.95: κάπηθεν as Adv., Suid.

German (Pape)

[Seite 1322] ἡ (vgl. κάπτω), die Krippe, Il. 8, 434 u. Od. 4, 40, im plur.; sp. D., wie Lycophr. 95.

Greek (Liddell-Scott)

κάπη: ᾰ, ἡ, (ἴδε κάπτω) θέσις διὰ τὴν τροφὴν τῶν ζῴων, φάτνη, ἵππους κατέδησαν ἐπ’ ἀμβροσίῃσι κάπῃσιν Ἰλ. Θ. 434· ἐφ’ ἱππείῃσι κάπῃσι Ὀδ. Δ. 40· ἀντὶ κάπης Λυκόφρ. 95· κάπηθεν, ὡς Ἐπίρρ., Σουΐδ.· καὶ ἐπίθετόν τι καπαῖος, ἀναφέρεται ἐν τοῖς Ὀξον. Ἀνεκδ. 3. 83, 13, πιθανῶς ἐκ τοῦ Ἀντιφάνους, καπαῖον Δία· ἤτοι φατναῖον, ἴδε Meineke εἰς Ἕλλ. Κωμ. 3. 58.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
d’ord. au pl.
crèche, mangeoire.
Étymologie: DELG κάπτω.