οὔνομα: Difference between revisions
From LSJ
τεκμαιρόμενοι προκατηγορίας οὐ προγεγενημένης → deducing from the fact that there was no previous accusation
(6_21) |
(Bailly1_4) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''οὔνομα''': τό, Ἰων. ἀντὶ [[ὄνομα]], Ὅμ., [[ὅστις]] [[ὅμως]] προτιμᾷ τὸν κοινὸν τύπον, ἐν ᾧ ὁ Ἡρόδ. μεταχειρίζεται μόνον τὸν Ἰωνικόν, ὃς [[ἐσφαλμένως]] ὑπό τινων ἀντιγραφέων εἰσήχθη εἰς Σοφ. Φιλ. 251. | |lstext='''οὔνομα''': τό, Ἰων. ἀντὶ [[ὄνομα]], Ὅμ., [[ὅστις]] [[ὅμως]] προτιμᾷ τὸν κοινὸν τύπον, ἐν ᾧ ὁ Ἡρόδ. μεταχειρίζεται μόνον τὸν Ἰωνικόν, ὃς [[ἐσφαλμένως]] ὑπό τινων ἀντιγραφέων εἰσήχθη εἰς Σοφ. Φιλ. 251. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>ion. c.</i> [[ὄνομα]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:55, 9 August 2017
German (Pape)
[Seite 416] τό, ion. = ὄνομα, w. m. s., so auch compp.
Greek (Liddell-Scott)
οὔνομα: τό, Ἰων. ἀντὶ ὄνομα, Ὅμ., ὅστις ὅμως προτιμᾷ τὸν κοινὸν τύπον, ἐν ᾧ ὁ Ἡρόδ. μεταχειρίζεται μόνον τὸν Ἰωνικόν, ὃς ἐσφαλμένως ὑπό τινων ἀντιγραφέων εἰσήχθη εἰς Σοφ. Φιλ. 251.
French (Bailly abrégé)
ion. c. ὄνομα.