ἐμπολή: Difference between revisions
Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart
(6_9) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐμπολή''': ἡ, [[ἐμπόλημα]], [[ἐμπόρευμα]], [[φορτίον]], Πινδ. Π. 2. 125, Ἀριστοφ. Ἀχ. 930 ὁλκάδας γεμούσας... ἐμπολῆς Ξεν. Ἑλλ. 5. 1, 23· ἐν τῷ πληθ., Σοφ. Ἀποσπ. 499. ΙΙ. [[ἐμπόριον]], ὠνή, [[ἀγορασία]], Εὐρ. Ι Τ. 1111, Ξεν. Κύρ. 6. 2, 39. ΙΙΙ. [[κέρδος]] προελθὸν ἐκ τοῦ ἐμπορίου, χρήματα, Παλαίφ. 46. 3, ἴδε σημ. Πιερσῶνος ἐν Μοιρ. σ. 155· ὁ μισθὸς πόρνης, Ἀρτεμίδ. 1. 78, Δίων Κ. 79. 13. | |lstext='''ἐμπολή''': ἡ, [[ἐμπόλημα]], [[ἐμπόρευμα]], [[φορτίον]], Πινδ. Π. 2. 125, Ἀριστοφ. Ἀχ. 930 ὁλκάδας γεμούσας... ἐμπολῆς Ξεν. Ἑλλ. 5. 1, 23· ἐν τῷ πληθ., Σοφ. Ἀποσπ. 499. ΙΙ. [[ἐμπόριον]], ὠνή, [[ἀγορασία]], Εὐρ. Ι Τ. 1111, Ξεν. Κύρ. 6. 2, 39. ΙΙΙ. [[κέρδος]] προελθὸν ἐκ τοῦ ἐμπορίου, χρήματα, Παλαίφ. 46. 3, ἴδε σημ. Πιερσῶνος ἐν Μοιρ. σ. 155· ὁ μισθὸς πόρνης, Ἀρτεμίδ. 1. 78, Δίων Κ. 79. 13. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ῆς (ἡ) :<br /><b>1</b> objet dont on trafique, marchandise;<br /><b>2</b> trafic.<br />'''Étymologie:''' [[ἐμπολάω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:55, 9 August 2017
English (LSJ)
ἡ, Arc. ἰνπολά IG5(2).3.27 (pl., Tegea, iv B.C.):—
A merchandise, Pi.P.2.67, Ar.Ach.930 (lyr.); ὁλκάδας γεμούσας . . ἐμπολῆς X.HG5.1.23: metaph., μέλεον ἐ. E.Hyps Fr.41(64).87 (lyr.): pl., wares, IGl.c. II traffic, purchase, E.IT 1111 (lyr.), X.Cyr.6.2.39: pl., ventures, S.Fr.555.4. III gain made by traffic, profit, ἀναθέμεν τῷ' Ἀσκλαπιῷ τὰς ἐ. τῶν ἰχθύων Ἀρχ. Ἐφ. 1918.168 (Epid., iv B.C.), cf. Palaeph.45; esp. harlot's hire, Artem.1.78 (pl.), D.C.79.13 (pl.).
German (Pape)
[Seite 816] ἡ, das, womit Handel getrieben wird, Kaufmannsgut; Pind. P. 2, 67; Xen. Hell. 5, 1, 23; der Handel, Cyr. 6, 2, 39; das durch den Handel Erworbene, Gewinn, Sp.; besonders der Gewinn der Huren u. der Hurenwirthe, Artem. 1, 78 D. C. 79, 13.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμπολή: ἡ, ἐμπόλημα, ἐμπόρευμα, φορτίον, Πινδ. Π. 2. 125, Ἀριστοφ. Ἀχ. 930 ὁλκάδας γεμούσας... ἐμπολῆς Ξεν. Ἑλλ. 5. 1, 23· ἐν τῷ πληθ., Σοφ. Ἀποσπ. 499. ΙΙ. ἐμπόριον, ὠνή, ἀγορασία, Εὐρ. Ι Τ. 1111, Ξεν. Κύρ. 6. 2, 39. ΙΙΙ. κέρδος προελθὸν ἐκ τοῦ ἐμπορίου, χρήματα, Παλαίφ. 46. 3, ἴδε σημ. Πιερσῶνος ἐν Μοιρ. σ. 155· ὁ μισθὸς πόρνης, Ἀρτεμίδ. 1. 78, Δίων Κ. 79. 13.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
1 objet dont on trafique, marchandise;
2 trafic.
Étymologie: ἐμπολάω.