ἑλικός: Difference between revisions
From LSJ
ἀλλ' ἦν ἅπαντα τεταγμένα νόμων ἐπιταγαῖς → but all their acts were regulated by prescriptions set forth in laws
(6_11) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἑλῐκός''': ἡ, ον, ὁ περιδινούμενος, ἐπὶ ὕδατος, τὸ ἑλικοειδῆ ἔχον τὴν ῥεῦσιν, ἑλικώτατον [[ὕδωρ]] Αἰσήπου Καλλ. Ἀποσπ. 290· ἐπὶ χοροῦ, Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 1028. 65. | |lstext='''ἑλῐκός''': ἡ, ον, ὁ περιδινούμενος, ἐπὶ ὕδατος, τὸ ἑλικοειδῆ ἔχον τὴν ῥεῦσιν, ἑλικώτατον [[ὕδωρ]] Αἰσήπου Καλλ. Ἀποσπ. 290· ἐπὶ χοροῦ, Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 1028. 65. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />qui s’enroule <i>ou</i> se recourbe, sinueux.<br />'''Étymologie:''' [[ἕλιξ]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:55, 9 August 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A eddying, of water, Call.Fr.290 (Sup.); χορεία Hymn.Is.155.
German (Pape)
[Seite 797] sich windend, wirbelnd, Call. frg. 290.
Greek (Liddell-Scott)
ἑλῐκός: ἡ, ον, ὁ περιδινούμενος, ἐπὶ ὕδατος, τὸ ἑλικοειδῆ ἔχον τὴν ῥεῦσιν, ἑλικώτατον ὕδωρ Αἰσήπου Καλλ. Ἀποσπ. 290· ἐπὶ χοροῦ, Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 1028. 65.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui s’enroule ou se recourbe, sinueux.
Étymologie: ἕλιξ.