ἔνερσις: Difference between revisions
From LSJ
τὸ δ' ἐξαίφνης τὸ ἐν ἀναισθήτῳ χρόνῳ διὰ μικρότητα ἐκστάν → suddenly refers to what has departed from its former condition in a time imperceptible because of its smallness
(6_8) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἔνερσις''': -εως, ἡ, ([[ἐνείρω]]), τὸ ἐνείρειν, ἐντιθέναι, ἐναρμόζειν, χρυσῶν τεττίγγων ἐνέρσει, οὓς ἐκάρφωνον εἰς τὴν κόμην των οἱ πρεσβύτεροι τῶν εὐγενῶν Ἀθηναίων πρὸς συγκράτησιν τῶν τριχῶν ἐν τῇ κορυφῇ ἐν ᾗ ἐσχημάτιζον κρώβυλον, δηλ. [[εἶδος]] πλέγματος τῶν τριχῶν λῆγον εἰς [[σχῆμα]] κώνου ἐν τῇ κορυφῇ, Θουκ. 1. 6. | |lstext='''ἔνερσις''': -εως, ἡ, ([[ἐνείρω]]), τὸ ἐνείρειν, ἐντιθέναι, ἐναρμόζειν, χρυσῶν τεττίγγων ἐνέρσει, οὓς ἐκάρφωνον εἰς τὴν κόμην των οἱ πρεσβύτεροι τῶν εὐγενῶν Ἀθηναίων πρὸς συγκράτησιν τῶν τριχῶν ἐν τῇ κορυφῇ ἐν ᾗ ἐσχημάτιζον κρώβυλον, δηλ. [[εἶδος]] πλέγματος τῶν τριχῶν λῆγον εἰς [[σχῆμα]] κώνου ἐν τῇ κορυφῇ, Θουκ. 1. 6. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=εως (ἡ) :<br />action d’enrouler, d’enlacer, d’attacher.<br />'''Étymologie:''' [[ἐνείρω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:55, 9 August 2017
English (LSJ)
εως, ἡ, (ἐνείρὠ
A fitting in, fastening, ἐνέρσει χρυσῶν τεττίγων, used by old men at Athens to fasten up their hair, Th.1.6.
German (Pape)
[Seite 839] ἡ, das Hineinfügen, -stecken, Thuc. 1, 6.
Greek (Liddell-Scott)
ἔνερσις: -εως, ἡ, (ἐνείρω), τὸ ἐνείρειν, ἐντιθέναι, ἐναρμόζειν, χρυσῶν τεττίγγων ἐνέρσει, οὓς ἐκάρφωνον εἰς τὴν κόμην των οἱ πρεσβύτεροι τῶν εὐγενῶν Ἀθηναίων πρὸς συγκράτησιν τῶν τριχῶν ἐν τῇ κορυφῇ ἐν ᾗ ἐσχημάτιζον κρώβυλον, δηλ. εἶδος πλέγματος τῶν τριχῶν λῆγον εἰς σχῆμα κώνου ἐν τῇ κορυφῇ, Θουκ. 1. 6.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action d’enrouler, d’enlacer, d’attacher.
Étymologie: ἐνείρω.