ἐνναυπηγέω: Difference between revisions

From LSJ

καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)

Source
(6_14)
(Bailly1_2)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐνναυπηγέω''': ναυπηγῶ [[πλοῖον]] ἔν τινι τόπῳ, καὶ τριήρεις πρῶτον ἐν Κορίνθῳ τῆς Ἑλλάδος ἐνναυπηγηθῆναι Θουκ. 1 13· ὁ Βεκκῆρος ἐξ ἄλλων ἀντιγράφων ἐξέδωκε: ναυπηγηθῆναι. Ἴδε σημ. S. T. Bloomfleld.
|lstext='''ἐνναυπηγέω''': ναυπηγῶ [[πλοῖον]] ἔν τινι τόπῳ, καὶ τριήρεις πρῶτον ἐν Κορίνθῳ τῆς Ἑλλάδος ἐνναυπηγηθῆναι Θουκ. 1 13· ὁ Βεκκῆρος ἐξ ἄλλων ἀντιγράφων ἐξέδωκε: ναυπηγηθῆναι. Ἴδε σημ. S. T. Bloomfleld.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />construire des vaisseaux dans.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[ναυπηγέω]].
}}
}}

Revision as of 19:56, 9 August 2017

German (Pape)

[Seite 846] darin Schiffe bauen, v. l. bei Thuc. 1, 13, für ναυπηγέω.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνναυπηγέω: ναυπηγῶ πλοῖον ἔν τινι τόπῳ, καὶ τριήρεις πρῶτον ἐν Κορίνθῳ τῆς Ἑλλάδος ἐνναυπηγηθῆναι Θουκ. 1 13· ὁ Βεκκῆρος ἐξ ἄλλων ἀντιγράφων ἐξέδωκε: ναυπηγηθῆναι. Ἴδε σημ. S. T. Bloomfleld.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
construire des vaisseaux dans.
Étymologie: ἐν, ναυπηγέω.