ἐμπάζομαι: Difference between revisions

From LSJ

Λήσειν διὰ τέλους μὴ δόκει πονηρὸς ὤν → Latere semper posse ne spera nocens → Gewiss nicht immer bleibst als Schuft du unentdeckt

Menander, Monostichoi, 329
(6_5)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐμπάζομαι''': ἀποθ., ἐν χρήσει μόνον ἐν τῷ ἐνεστ. καὶ παρατ., δίδω προσοχήν, [[ἀκούω]] [[μετὰ]] προσοχῆς, [[φροντίζω]], μεριμνῶ, «ἐννοιάζομαι», [[μέλει]] μοι, [[μετὰ]] γεν., ἐμῶν ἐμπάζεο μύθων Ὀδ. Α. 271, κ. ἀλλ.· [[οὔτε]] θεοπροπίης [[ἐμπάζομαι]] Ἰλ. Π. 50, πρβλ. Ὀδ. Β. 201· [[οὔτε]] ξείνων [[ἐμπάζομαι]] οὔθ’ ἱκετάων Τ. 134· -[[ἅπαξ]] μετ’ αἰτ. προσ., οὐχ ἱκέτας ἐμπάζεαι Π. 422. Λέξις Ἐπ. ἐν χρήσει παρὰ μεταγενεστέροις πεζογράφοις, ὡς π.χ. παρ’ Εὐσεβ. ἐν Εὐαγγ. Προπ. 70B. (Πιθαν. συγγενὲς τῷ [[ἔμπαιος]] Α).
|lstext='''ἐμπάζομαι''': ἀποθ., ἐν χρήσει μόνον ἐν τῷ ἐνεστ. καὶ παρατ., δίδω προσοχήν, [[ἀκούω]] [[μετὰ]] προσοχῆς, [[φροντίζω]], μεριμνῶ, «ἐννοιάζομαι», [[μέλει]] μοι, [[μετὰ]] γεν., ἐμῶν ἐμπάζεο μύθων Ὀδ. Α. 271, κ. ἀλλ.· [[οὔτε]] θεοπροπίης [[ἐμπάζομαι]] Ἰλ. Π. 50, πρβλ. Ὀδ. Β. 201· [[οὔτε]] ξείνων [[ἐμπάζομαι]] οὔθ’ ἱκετάων Τ. 134· -[[ἅπαξ]] μετ’ αἰτ. προσ., οὐχ ἱκέτας ἐμπάζεαι Π. 422. Λέξις Ἐπ. ἐν χρήσει παρὰ μεταγενεστέροις πεζογράφοις, ὡς π.χ. παρ’ Εὐσεβ. ἐν Εὐαγγ. Προπ. 70B. (Πιθαν. συγγενὲς τῷ [[ἔμπαιος]] Α).
}}
{{bailly
|btext=<i>seul. prés. et impf.</i><br />s’attacher à, prendre soin de, gén..<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[πήγνυμι]].
}}
}}

Revision as of 19:56, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐμπάζομαι Medium diacritics: ἐμπάζομαι Low diacritics: εμπάζομαι Capitals: ΕΜΠΑΖΟΜΑΙ
Transliteration A: empázomai Transliteration B: empazomai Transliteration C: empazomai Beta Code: e)mpa/zomai

English (LSJ)

used only in pres. (and later impf., Bion Fr.7.9, Coluth. 113, Nonn.D.15.214),

   A busy oneself about, take heed of, care for, c. gen., ἐμῶν ἐμπάζεο μύθων Od.1.271, al.; οὔτε θεοπροπίης ἐμπάζομαι Il.16.50, cf. Od.2.201; οὔτε ξείνων ἐμπάζομαι οὔθ' ἱκετάων 19.134; οὐκ ἐμπαζόμενον δόξης Timo 50: once c. acc. pers., οὐχ ἱκέτας ἐμπάζεαι Od.16.422; also Ἔριν δ' ἀγέραστον ἐάσας οὐ Χείρων ἀλέγιζε καὶ οὐκ ἐμπάζετο Πηλεύς Coluth.38:—Ep. word, used in late Prose, οὐκ ἀλέγων Ἀδράστειαν οὐδὲ Νέμεσιν ἐμπαζόμενος Ael.Fr.325.

German (Pape)

[Seite 809] sich um Etwas bekümmern, Rücksicht auf Etwas nehmen; μύθων Od. 1, 271; ἱρῶν 9, 553; θεοπροπίης 2, 201; ξείνων ἱκετάων 19, 134; sp. D., wie Bion. 3, 9; auch ἱκέτας, Od. 16, 422; in Prosa erst Sp., wie Euseb.

Greek (Liddell-Scott)

ἐμπάζομαι: ἀποθ., ἐν χρήσει μόνον ἐν τῷ ἐνεστ. καὶ παρατ., δίδω προσοχήν, ἀκούω μετὰ προσοχῆς, φροντίζω, μεριμνῶ, «ἐννοιάζομαι», μέλει μοι, μετὰ γεν., ἐμῶν ἐμπάζεο μύθων Ὀδ. Α. 271, κ. ἀλλ.· οὔτε θεοπροπίης ἐμπάζομαι Ἰλ. Π. 50, πρβλ. Ὀδ. Β. 201· οὔτε ξείνων ἐμπάζομαι οὔθ’ ἱκετάων Τ. 134· -ἅπαξ μετ’ αἰτ. προσ., οὐχ ἱκέτας ἐμπάζεαι Π. 422. Λέξις Ἐπ. ἐν χρήσει παρὰ μεταγενεστέροις πεζογράφοις, ὡς π.χ. παρ’ Εὐσεβ. ἐν Εὐαγγ. Προπ. 70B. (Πιθαν. συγγενὲς τῷ ἔμπαιος Α).

French (Bailly abrégé)

seul. prés. et impf.
s’attacher à, prendre soin de, gén..
Étymologie: ἐν, πήγνυμι.