ἐξαυλίζομαι: Difference between revisions

From LSJ

εἰργόμενον θανάτου καὶ τοῦ ἀνάπηρον ποιῆσαι → excluding death and maiming, short of death or maiming

Source
(6_5)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐξαυλίζομαι''': ἀποθ., [[ἐξέρχομαι]] τῆς αὐλῆς ἐν ᾗ διέμενον, ἐπὶ στρατοῦ, ἐξαυλισάμενοι ἀνεμένομεν Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. Α. 37 (διαφ. γρ. ἐξοπλισάμενοι)· ὁ δὲ Ἀσιδάτης... ἐξαυλίζεται εἰς κώμας ὑπὸ τὸ Παρθένιον [[πόλισμα]] ἐχούσας, κατέλιπε τὴν θέσιν του καὶ ὑπῆγε καὶ ηὐλίσθη, κατέλυσεν εἰς κώμας, κτλ., Ξεν. Ἀν. 7. 8, 21.
|lstext='''ἐξαυλίζομαι''': ἀποθ., [[ἐξέρχομαι]] τῆς αὐλῆς ἐν ᾗ διέμενον, ἐπὶ στρατοῦ, ἐξαυλισάμενοι ἀνεμένομεν Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. Α. 37 (διαφ. γρ. ἐξοπλισάμενοι)· ὁ δὲ Ἀσιδάτης... ἐξαυλίζεται εἰς κώμας ὑπὸ τὸ Παρθένιον [[πόλισμα]] ἐχούσας, κατέλιπε τὴν θέσιν του καὶ ὑπῆγε καὶ ηὐλίσθη, κατέλυσεν εἰς κώμας, κτλ., Ξεν. Ἀν. 7. 8, 21.
}}
{{bailly
|btext=changer de campement <i>ou</i> de quartier, décamper.<br />'''Étymologie:''' [[ἐξ]], [[αὐλίζομαι]].
}}
}}

Revision as of 19:56, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξαυλίζομαι Medium diacritics: ἐξαυλίζομαι Low diacritics: εξαυλίζομαι Capitals: ΕΞΑΥΛΙΖΟΜΑΙ
Transliteration A: exaulízomai Transliteration B: exaulizomai Transliteration C: eksavlizomai Beta Code: e)cauli/zomai

English (LSJ)

   A leave one's quarters, ἐ. εἰς κώμας go out of camp into villages, X.An.7.8.21; -ισάμενοι ἀνεμένομεν v. l. in Luc.VH1.37.

German (Pape)

[Seite 874] dep. pass., aus dem Quartier aufbrechen, ausrücken, Xen. An. 7, 8, 21.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξαυλίζομαι: ἀποθ., ἐξέρχομαι τῆς αὐλῆς ἐν ᾗ διέμενον, ἐπὶ στρατοῦ, ἐξαυλισάμενοι ἀνεμένομεν Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. Α. 37 (διαφ. γρ. ἐξοπλισάμενοι)· ὁ δὲ Ἀσιδάτης... ἐξαυλίζεται εἰς κώμας ὑπὸ τὸ Παρθένιον πόλισμα ἐχούσας, κατέλιπε τὴν θέσιν του καὶ ὑπῆγε καὶ ηὐλίσθη, κατέλυσεν εἰς κώμας, κτλ., Ξεν. Ἀν. 7. 8, 21.

French (Bailly abrégé)

changer de campement ou de quartier, décamper.
Étymologie: ἐξ, αὐλίζομαι.