ἐξερείδω: Difference between revisions
From LSJ
Ὑπὸ τῆς ἀνάγκης πολλὰ γίγνεται κακά → Ad multa cogit nos necessitas mala → Der Zwang der Not lässt vieles schlimme Leid geschehn
(6_20) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐξερείδω''': στερεῶς [[ὑποστηρίζω]], ταῖς ἀντηρίσιν Πολύβ. 8. 6, 6· ἐν τῷ Παθ., ὁ αὐτὸς 16. 11, 5· [[παρέχω]] [[στήριγμα]], ὦ τρίτου ποδὸς μοῖραν λελογχὸς βάκτραν, ἐξέρειδέ μου βάσιν τρέμουσαν Λουκ. Τραγῳδοποδ. 55. | |lstext='''ἐξερείδω''': στερεῶς [[ὑποστηρίζω]], ταῖς ἀντηρίσιν Πολύβ. 8. 6, 6· ἐν τῷ Παθ., ὁ αὐτὸς 16. 11, 5· [[παρέχω]] [[στήριγμα]], ὦ τρίτου ποδὸς μοῖραν λελογχὸς βάκτραν, ἐξέρειδέ μου βάσιν τρέμουσαν Λουκ. Τραγῳδοποδ. 55. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=servir de support à, supporter, soutenir, acc..<br />'''Étymologie:''' [[ἐξ]], [[ἐρείδω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:56, 9 August 2017
English (LSJ)
A prop firmly, ταῖς ἀντηρίσι Plb.8.4.6; support, ἐ. μου βάσιν τρέμουσαν Luc.Trag.55; ἐ. ἀτονίαν σώματος Dsc.1.69.4:—Pass., to be underpinned, Plb.16.11.5, Sor.1.47.
German (Pape)
[Seite 878] verstärktes simpl., stützen, ταῖς ἀντηρίσι Pol. 8, 6, 6, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξερείδω: στερεῶς ὑποστηρίζω, ταῖς ἀντηρίσιν Πολύβ. 8. 6, 6· ἐν τῷ Παθ., ὁ αὐτὸς 16. 11, 5· παρέχω στήριγμα, ὦ τρίτου ποδὸς μοῖραν λελογχὸς βάκτραν, ἐξέρειδέ μου βάσιν τρέμουσαν Λουκ. Τραγῳδοποδ. 55.
French (Bailly abrégé)
servir de support à, supporter, soutenir, acc..
Étymologie: ἐξ, ἐρείδω.