ἐπάϊστος: Difference between revisions
Ἐν τοῖς κακοῖς δὲ τοὺς φίλους εὐεργέτει → Bene fac amicis, res habent quorum male → Im Unglück aber tue deinen Freunden wohl
(6_15) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐπάϊστος''': -ον, ([[ἐπαΐω]]), [[φανερός]], [[μετὰ]] μετοχ., ὡς [[ἐπάϊστος]] ἐγένετο ἐργασμένος Ἡρόδ. 2. 119· [[ἐπάϊστος]] ἐγένετο ὁ Τιμόξεινος προδιδοὺς τὴν Ποτίδαιαν ὁ αὐτ. 8. 128, πρβλ. 6. 74· [[οὕτως]] ἐν 3. 15., 7. 146 πρέπει ἐκ τῶν συμφραζομένων νὰ ἐξυπακουσθῇ [[μετοχή]]. | |lstext='''ἐπάϊστος''': -ον, ([[ἐπαΐω]]), [[φανερός]], [[μετὰ]] μετοχ., ὡς [[ἐπάϊστος]] ἐγένετο ἐργασμένος Ἡρόδ. 2. 119· [[ἐπάϊστος]] ἐγένετο ὁ Τιμόξεινος προδιδοὺς τὴν Ποτίδαιαν ὁ αὐτ. 8. 128, πρβλ. 6. 74· [[οὕτως]] ἐν 3. 15., 7. 146 πρέπει ἐκ τῶν συμφραζομένων νὰ ἐξυπακουσθῇ [[μετοχή]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />notoire, connu : [[ἐπάϊστος]] ἐγένετο ἐργασάμενος HDT il fut connu de notoriété publique pour avoir fait.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπαΐω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:56, 9 August 2017
English (LSJ)
ον, (ἐπαϊω)
A heard of, detected, usu. c. part., ἐ. ἐγένετο ἐργασμένος Hdt.2.119; ἐ. ἐγένετο προδιδούς Id.8.128, cf. 6.74; ἐ. ἐγένετο ὑπὸ Καμβύσεω Id.3.15, cf. 7.146; perceived, Ant.Lib.34.4. Adv. -τως Onat. ap. Stob.1.1.39 (dub.).
German (Pape)
[Seite 896] gehört, ruchbar; ὡς ἐπάϊστος ἐγένετο τοῦτο εἰργασμένος, es wurde bekannt, daß er dies gethan hatte, Her. 2, 119, öfter; ἐπεί τε ἐπάϊστος ἐγένετο ὑπὸ Καμβύσεω 3, 15. Sonst nur Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπάϊστος: -ον, (ἐπαΐω), φανερός, μετὰ μετοχ., ὡς ἐπάϊστος ἐγένετο ἐργασμένος Ἡρόδ. 2. 119· ἐπάϊστος ἐγένετο ὁ Τιμόξεινος προδιδοὺς τὴν Ποτίδαιαν ὁ αὐτ. 8. 128, πρβλ. 6. 74· οὕτως ἐν 3. 15., 7. 146 πρέπει ἐκ τῶν συμφραζομένων νὰ ἐξυπακουσθῇ μετοχή.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
notoire, connu : ἐπάϊστος ἐγένετο ἐργασάμενος HDT il fut connu de notoriété publique pour avoir fait.
Étymologie: ἐπαΐω.