ἐξιάομαι: Difference between revisions

From LSJ

ἀγεωμέτρητος μηδεὶς εἰσίτω → no one ignorant of geometry may enter, let no one ignorant of geometry enter, let no one ignorant of geometry come in

Source
(6_13b)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐξιάομαι''': μελλ. -άσομαι, Ἰων. -ήσομαι: Ἀποθ.: -ἰῶμαι, [[θεραπεύω]] τινὰ ἐντελῶς, ἐξιησάμενος Δαρεῖον Ἡρόδ. 3. 132, 134· φόβους Πλάτ. Νόμοι 933C· πείνην ἢ δίψαν ὁ αὐτὸς Φίληβ. 54Ε· ἐντελῶς ἱκανοποιῶ, [[παρέχω]] πλήρη ἀποζημίωσιν διά τι, αὐτὸς τὴν βλάβην ἐξιάσθω ὁ αὐτὸς ἐν Νόμοις 879Α, πρβλ. Εὐρ. Ἠλ. 1024.
|lstext='''ἐξιάομαι''': μελλ. -άσομαι, Ἰων. -ήσομαι: Ἀποθ.: -ἰῶμαι, [[θεραπεύω]] τινὰ ἐντελῶς, ἐξιησάμενος Δαρεῖον Ἡρόδ. 3. 132, 134· φόβους Πλάτ. Νόμοι 933C· πείνην ἢ δίψαν ὁ αὐτὸς Φίληβ. 54Ε· ἐντελῶς ἱκανοποιῶ, [[παρέχω]] πλήρη ἀποζημίωσιν διά τι, αὐτὸς τὴν βλάβην ἐξιάσθω ὁ αὐτὸς ἐν Νόμοις 879Α, πρβλ. Εὐρ. Ἠλ. 1024.
}}
{{bailly
|btext=-ῶμαι;<br /><b>1</b> guérir complètement;<br /><b>2</b> expier (une faute).<br />'''Étymologie:''' [[ἐξ]], [[ἰάομαι]].
}}
}}

Revision as of 19:56, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξῑάομαι Medium diacritics: ἐξιάομαι Low diacritics: εξιάομαι Capitals: ΕΞΙΑΟΜΑΙ
Transliteration A: exiáomai Transliteration B: exiaomai Transliteration C: eksiaomai Beta Code: e)cia/omai

English (LSJ)

fut. -άσομαι, Ion. -ήσομαι:—

   A cure thoroughly, Hdt.3.132,134, E.Rh.872, Ph.1.541; φόβους Pl.Lg.933c; πείνην ἢ δίψαν Id.Phlb.54e; make full amends for, τὴν βλάβην Id.Lg.879a; πόλεως ἅλωσιν E.El.1024.

German (Pape)

[Seite 881] aus-, d. i. gänzlich heilen, τινά, Eur. Rhes. 872; πόλεως ἅλωσιν, verhüten, El. 1024; eigtl. ἐξιησάμενος Δαρεῖον, Her. 3, 132. 134; πείνην, δίψαν, φόβους, stillen, Plat. Phil. 54 e Legg. XI, 933 c; τὴν βλάβην, wieder gut machen, IX, 879 a.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξιάομαι: μελλ. -άσομαι, Ἰων. -ήσομαι: Ἀποθ.: -ἰῶμαι, θεραπεύω τινὰ ἐντελῶς, ἐξιησάμενος Δαρεῖον Ἡρόδ. 3. 132, 134· φόβους Πλάτ. Νόμοι 933C· πείνην ἢ δίψαν ὁ αὐτὸς Φίληβ. 54Ε· ἐντελῶς ἱκανοποιῶ, παρέχω πλήρη ἀποζημίωσιν διά τι, αὐτὸς τὴν βλάβην ἐξιάσθω ὁ αὐτὸς ἐν Νόμοις 879Α, πρβλ. Εὐρ. Ἠλ. 1024.

French (Bailly abrégé)

-ῶμαι;
1 guérir complètement;
2 expier (une faute).
Étymologie: ἐξ, ἰάομαι.