ἐντεσιεργός: Difference between revisions

From LSJ

Τὰ θνητὰ πάντα μεταβολὰς πολλὰς ἔχει → Mortalium res plurimas capiunt vices → Was sterblich ist, kennt alles viele Umschwünge

Menander, Monostichoi, 489
(6_16)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐντεσιεργός''': -όν, ἐπὶ ἡμιόνων, ὑποζύγιος, ἕλκων ἅμαξαν καὶ μὴ [[ἁπλῶς]] [[νωτοφόρος]], ζεῦξαν δ’ ἡμιόνους κρατερώνυχας ἐντεσιεργοὺς Ἰλ. Ω. 277.
|lstext='''ἐντεσιεργός''': -όν, ἐπὶ ἡμιόνων, ὑποζύγιος, ἕλκων ἅμαξαν καὶ μὴ [[ἁπλῶς]] [[νωτοφόρος]], ζεῦξαν δ’ ἡμιόνους κρατερώνυχας ἐντεσιεργοὺς Ἰλ. Ω. 277.
}}
{{bailly
|btext=ός, όν :<br />qui travaille harnaché.<br />'''Étymologie:''' [[ἔντος]], [[ἔργον]].
}}
}}

Revision as of 19:56, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐντεσῐεργός Medium diacritics: ἐντεσιεργός Low diacritics: εντεσιεργός Capitals: ΕΝΤΕΣΙΕΡΓΟΣ
Transliteration A: entesiergós Transliteration B: entesiergos Transliteration C: entesiergos Beta Code: e)ntesiergo/s

English (LSJ)

όν,

   A working in harness, ἡμίονοι ἐ. draught-mules, Il. 24.277.

German (Pape)

[Seite 855] im Geschirr arbeitend, ziehend, ἡμίονοι Il. 24, 277.

Greek (Liddell-Scott)

ἐντεσιεργός: -όν, ἐπὶ ἡμιόνων, ὑποζύγιος, ἕλκων ἅμαξαν καὶ μὴ ἁπλῶς νωτοφόρος, ζεῦξαν δ’ ἡμιόνους κρατερώνυχας ἐντεσιεργοὺς Ἰλ. Ω. 277.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
qui travaille harnaché.
Étymologie: ἔντος, ἔργον.