ἐξαυγής: Difference between revisions

From LSJ
(6_7)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐξαυγής''': -ές, (αὐγὴ) λάμπων ἐκ λευκότητος, [[κατάλευκος]], πώλων... χιόνος ἐξαυγεστέρων Εὐρ. Ρῆσ. 304.
|lstext='''ἐξαυγής''': -ές, (αὐγὴ) λάμπων ἐκ λευκότητος, [[κατάλευκος]], πώλων... χιόνος ἐξαυγεστέρων Εὐρ. Ρῆσ. 304.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />éclatant.<br />'''Étymologie:''' [[ἐξ]], [[αὐγή]].
}}
}}

Revision as of 19:56, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξαυγής Medium diacritics: ἐξαυγής Low diacritics: εξαυγής Capitals: ΕΞΑΥΓΗΣ
Transliteration A: exaugḗs Transliteration B: exaugēs Transliteration C: eksavgis Beta Code: e)caugh/s

English (LSJ)

ές, (αὐγή)

   A dazzling white, in Comp., χιόνος E.Rh.304.

German (Pape)

[Seite 874] ές, hell glänzend; πώλων χιόνος ἐξαυγεστέρων Eur. Rhes. 304.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξαυγής: -ές, (αὐγὴ) λάμπων ἐκ λευκότητος, κατάλευκος, πώλων... χιόνος ἐξαυγεστέρων Εὐρ. Ρῆσ. 304.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
éclatant.
Étymologie: ἐξ, αὐγή.