ἐπεισοδιόω: Difference between revisions

From LSJ

γυναικόφρων γὰρ θυμὸς ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → it's an unwise man who shows a woman's spirit

Source
(6_23)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπεισοδιόω''': καθιστῶ τὸν λόγον ποικίλον εἰσάγων εἰς αὐτὸν ἐπεισόδια, ἐπεισοδιοῦν ἀνομοίοις ἐπεισοδίοις Ἀριστ. Ποιητ. 24, 7· πρβλ. 17. 5· ἐν δὲ τοῖς ἐπιδεικτικοῖς δεῖ τὸν λόγον ἐπεισοδιοῦν ἐπαίνοις ὁ αὐτὸς ἐν Ρητορ. 3. 17, 11, πρβλ. [[ἐπεισοδιάζω]].
|lstext='''ἐπεισοδιόω''': καθιστῶ τὸν λόγον ποικίλον εἰσάγων εἰς αὐτὸν ἐπεισόδια, ἐπεισοδιοῦν ἀνομοίοις ἐπεισοδίοις Ἀριστ. Ποιητ. 24, 7· πρβλ. 17. 5· ἐν δὲ τοῖς ἐπιδεικτικοῖς δεῖ τὸν λόγον ἐπεισοδιοῦν ἐπαίνοις ὁ αὐτὸς ἐν Ρητορ. 3. 17, 11, πρβλ. [[ἐπεισοδιάζω]].
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />varier au moyen d’épisodes, acc..<br />'''Étymologie:''' [[ἐπεισόδιος]].
}}
}}

Revision as of 19:56, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπεισοδιόω Medium diacritics: ἐπεισοδιόω Low diacritics: επεισοδιόω Capitals: ΕΠΕΙΣΟΔΙΟΩ
Transliteration A: epeisodióō Transliteration B: epeisodioō Transliteration C: epeisodioo Beta Code: e)peisodio/w

English (LSJ)

   A vary by introducing episodes, Arist.Po.1455b1; τὸν λόγον ἐ. ἐπαίνοις Id.Rh.1418a33.

German (Pape)

[Seite 912] als Episode einschieben, Arist. rhet. 3, 17; καὶ παρατείνειν poet. 17. 24.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπεισοδιόω: καθιστῶ τὸν λόγον ποικίλον εἰσάγων εἰς αὐτὸν ἐπεισόδια, ἐπεισοδιοῦν ἀνομοίοις ἐπεισοδίοις Ἀριστ. Ποιητ. 24, 7· πρβλ. 17. 5· ἐν δὲ τοῖς ἐπιδεικτικοῖς δεῖ τὸν λόγον ἐπεισοδιοῦν ἐπαίνοις ὁ αὐτὸς ἐν Ρητορ. 3. 17, 11, πρβλ. ἐπεισοδιάζω.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
varier au moyen d’épisodes, acc..
Étymologie: ἐπεισόδιος.