ἐξανάλωσις: Difference between revisions
From LSJ
μηδέ μοι ἄκλαυστος θάνατος μόλοι, ἀλλὰ φίλοισι καλλείποιμι θανὼν ἄλγεα καὶ στοναχάς → may death not come to me without tears, but when I die may I leave my friends with sorrow and lamentation
(6_8) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐξανάλωσις''': -εως, ἡ, ἐντελὴς [[ἀνάλωσις]], τῆς δυνάμεως ἐξανάλωσιν Πλουτ. Μάρκελλ. 24. | |lstext='''ἐξανάλωσις''': -εως, ἡ, ἐντελὴς [[ἀνάλωσις]], τῆς δυνάμεως ἐξανάλωσιν Πλουτ. Μάρκελλ. 24. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=εως (ἡ) :<br />action de perdre, de ruiner complètement.<br />'''Étymologie:''' [[ἐξ]], [[ἀναλίσκω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:56, 9 August 2017
English (LSJ)
[ᾱλ], εως, ἡ,
A entire consumption, τῆς δυνάμεως Plu.Marc. 24.
German (Pape)
[Seite 868] ἡ, der gänzliche Verbrauch, das Aufreiben, Plut. Marcell. 24.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξανάλωσις: -εως, ἡ, ἐντελὴς ἀνάλωσις, τῆς δυνάμεως ἐξανάλωσιν Πλουτ. Μάρκελλ. 24.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action de perdre, de ruiner complètement.
Étymologie: ἐξ, ἀναλίσκω.