ἐπιρρακτός: Difference between revisions
From LSJ
τραχὺς ἐντεῦθεν μελάμπυγός τε τοῖς ἐχθροῖς ἅπασιν → he is a tough black-arse towards his enemies, he is a veritable Heracles towards his enemies
(6_11) |
(Bailly1_2) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐπιρρακτός''': -ή, -όν, ὁ μεθ’ ὁρμῆς πίπτων ἐπί τι, ὁ κλείων ἐκ τῶν ἄνω πρὸς τὰ [[κάτω]], [[θύρα]] ἐπιρρακτή, καταρρακτή, κοινῶς «κλαβανή», Ἀριστόδημος... εἰς [[ὑπερῷον]] [[οἴκημα]] ἐνδυόμενος θύραν ἔχων ἐπιρρακτήν· ἧς [[ὑπεράνω]] τιθεὶς [[κλινίδιον]], ἐκάθευδε [[μετὰ]] τῆς ἑταίρας Πλούτ. 2. 781D, πρβλ. 365C, [[ἔνθα]] ἴδε Wyttenb.: πρβλ. [[καταρράκτης]]. | |lstext='''ἐπιρρακτός''': -ή, -όν, ὁ μεθ’ ὁρμῆς πίπτων ἐπί τι, ὁ κλείων ἐκ τῶν ἄνω πρὸς τὰ [[κάτω]], [[θύρα]] ἐπιρρακτή, καταρρακτή, κοινῶς «κλαβανή», Ἀριστόδημος... εἰς [[ὑπερῷον]] [[οἴκημα]] ἐνδυόμενος θύραν ἔχων ἐπιρρακτήν· ἧς [[ὑπεράνω]] τιθεὶς [[κλινίδιον]], ἐκάθευδε [[μετὰ]] τῆς ἑταίρας Πλούτ. 2. 781D, πρβλ. 365C, [[ἔνθα]] ἴδε Wyttenb.: πρβλ. [[καταρράκτης]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />qu’on laisse retomber avec force sur : ἐπιρρακτὴ [[θύρα]] PLUT herse d’une porte.<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[ἐπιρράσσω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:57, 9 August 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A dashed on or down, θύρα ἐπιρρακτή trap-door, Plu.2.781e; ποτόν forced down the throat, ib.699d.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιρρακτός: -ή, -όν, ὁ μεθ’ ὁρμῆς πίπτων ἐπί τι, ὁ κλείων ἐκ τῶν ἄνω πρὸς τὰ κάτω, θύρα ἐπιρρακτή, καταρρακτή, κοινῶς «κλαβανή», Ἀριστόδημος... εἰς ὑπερῷον οἴκημα ἐνδυόμενος θύραν ἔχων ἐπιρρακτήν· ἧς ὑπεράνω τιθεὶς κλινίδιον, ἐκάθευδε μετὰ τῆς ἑταίρας Πλούτ. 2. 781D, πρβλ. 365C, ἔνθα ἴδε Wyttenb.: πρβλ. καταρράκτης.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qu’on laisse retomber avec force sur : ἐπιρρακτὴ θύρα PLUT herse d’une porte.
Étymologie: adj. verb. de ἐπιρράσσω.