ἐπιμοιχεύω: Difference between revisions
From LSJ
Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit
(6_2) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐπιμοιχεύω''': [[μοιχεύω]] τινὰ μετά τι, ἐξακολουθῶ νὰ [[μοιχεύω]], ὃς τήν... Τυρὼ πρῴην διέφθειρε καὶ ἔτι ἐπιμοιχεύει Ψευδο-Λουκ. Φιλόπατρ. 6. | |lstext='''ἐπιμοιχεύω''': [[μοιχεύω]] τινὰ μετά τι, ἐξακολουθῶ νὰ [[μοιχεύω]], ὃς τήν... Τυρὼ πρῴην διέφθειρε καὶ ἔτι ἐπιμοιχεύει Ψευδο-Λουκ. Φιλόπατρ. 6. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=commettre un adultère avec, acc..<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[μοιχεύω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:57, 9 August 2017
English (LSJ)
A commit adultery besides, τινά with one, Ps.-Luc. Philopatr.6.
German (Pape)
[Seite 964] noch dazu Ehebruch treiben, τινά, mit einer Frau noch ehebrecherischen Umgang haben, Luc. Philopatr. 6.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιμοιχεύω: μοιχεύω τινὰ μετά τι, ἐξακολουθῶ νὰ μοιχεύω, ὃς τήν... Τυρὼ πρῴην διέφθειρε καὶ ἔτι ἐπιμοιχεύει Ψευδο-Λουκ. Φιλόπατρ. 6.