ἐπίχριστος: Difference between revisions
From LSJ
(6_16) |
(Bailly1_2) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐπίχριστος''': -ον, ἐπικεχρισμένος, ἐπαληλιμμένος, τὰς ἀναισχύντους παρειὰς ἐρυθραίνουσιν ἐπιχρίστοις φύκεσιν Λουκ. Ἔρωτ. 41· φάρμακα Στράβ. 513· τὰ ἐπ., ἀλοιφαί, Πλούτ. 2. 102 Α: - μεταφ., ψευδής, οὐχὶ [[γνήσιος]] καὶ [[πραγματικός]], Λατ. fucatus, οὐ γὰρ δὴ καὶ [[τότε]] ἀγνοεῖν εἰκὸς αὐτούς, ὡς [[ἐπίχριστος]] ἡ [[εὐμορφία]] ἐτὶν Λουκ. Τίμ. 28. | |lstext='''ἐπίχριστος''': -ον, ἐπικεχρισμένος, ἐπαληλιμμένος, τὰς ἀναισχύντους παρειὰς ἐρυθραίνουσιν ἐπιχρίστοις φύκεσιν Λουκ. Ἔρωτ. 41· φάρμακα Στράβ. 513· τὰ ἐπ., ἀλοιφαί, Πλούτ. 2. 102 Α: - μεταφ., ψευδής, οὐχὶ [[γνήσιος]] καὶ [[πραγματικός]], Λατ. fucatus, οὐ γὰρ δὴ καὶ [[τότε]] ἀγνοεῖν εἰκὸς αὐτούς, ὡς [[ἐπίχριστος]] ἡ [[εὐμορφία]] ἐτὶν Λουκ. Τίμ. 28. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> enduit ; <i>particul.</i> fardé;<br /><b>2</b> propre à enduire ; τὰ ἐπίχριστα (φάρμακα) PLUT fards <i>ou</i> onguents.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπιχρίω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:57, 9 August 2017
English (LSJ)
ον,
A smeared on, φύκη Luc.Am.41 ; φάρμακα Str. 11.8.7, cf. Porph.Abst.1.27. 2 rouged, painted, ἑταίρας ἄνθος Max.Tyr.37.4 : metaph., Id.31.6 ; εὐμορφία Luc.Tim.28.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίχριστος: -ον, ἐπικεχρισμένος, ἐπαληλιμμένος, τὰς ἀναισχύντους παρειὰς ἐρυθραίνουσιν ἐπιχρίστοις φύκεσιν Λουκ. Ἔρωτ. 41· φάρμακα Στράβ. 513· τὰ ἐπ., ἀλοιφαί, Πλούτ. 2. 102 Α: - μεταφ., ψευδής, οὐχὶ γνήσιος καὶ πραγματικός, Λατ. fucatus, οὐ γὰρ δὴ καὶ τότε ἀγνοεῖν εἰκὸς αὐτούς, ὡς ἐπίχριστος ἡ εὐμορφία ἐτὶν Λουκ. Τίμ. 28.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 enduit ; particul. fardé;
2 propre à enduire ; τὰ ἐπίχριστα (φάρμακα) PLUT fards ou onguents.
Étymologie: ἐπιχρίω.