εὐμορφία
Γυναικὸς ἐσθλῆς ἐπιτυχεῖν οὐ ῥᾴδιον → Certe invenire feminam haud facile est bonam → Ein braves Eheweib zu finden ist nicht leicht
English (LSJ)
ἡ, beauty of form, Democr.294, E.Tr.936, Pl.Smp. 218e; σώματος Id.Lg.716a; λόγων εὐμορφίαι E.Cyc.317, cf. AP9.400 (Pall.); εὐμορφίαι τῶν ὄψεων J.AJ10.10.1; χολῆς λοβοῦ τε ποικίλην εὐμορφίαν symmetry in the σπλάγχνα, A.Pr.495; αἱ ἐκ τῶν διδασκαλείων εὐμορφίαι elegances of the School (in Rhet.), Epicur.Fr.50.
German (Pape)
[Seite 1081] ἡ, schöne Bildung, Schönheit, Eur. Tr. 936; χολῆς λοβοῦ τε ποικίλην εὐμορφία Aesch. Prom. 493; σώματος Plat. Legg. IV, 716 a; Folgde; ψυχῆς Themist.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 beauté de forme;
2 forme régulière, heureuse proportion.
Étymologie: εὔμορφος.
Russian (Dvoretsky)
εὐμορφία: ἡ
1 красота, изящество (σώματος Plat., Plut.; λόγων Eur.);
2 культ. счастливое расположение: χολῆς λοβοῦ τε εὐ. Aesch. приятные богам желчь и печень (жертвенного животного) (особые признаки их, служившие благоприятным предзнаменованием).
Greek (Liddell-Scott)
εὐμορφία: ἡ, ὡραιότης μορφῆς, συμμετρία, Εὐρ. Τρῳ. 936, Πλάτ. Συμπ. 218Ε· σώματος ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 716Α· εὐμορφίαι λόγων Εὐρ. Κύκλ. 317, πρβλ. Ἀνθ. Π. 9. 400· χολῆς λοβοῦ τό… εὐμ., συμμετρία ἐν τοῖς σπλάχνοις, ἥτις ἀπῃτεῖτο ὅπως τὸ θῦμα ᾖ εὐοίωνον, Αἰσχύλ. Πρ. 495.
Greek Monolingual
και ευμορφιά και ὀμορφιά, η (ΑΜ εὐμορφία, Μ και ἐμορφιά καὶ ὀμορφιά) εύμορφος
1. η ωραιότητα, το κάλλος (ιδιαίτερα της μορφής) (α. «ὠλόμην ἐγὼ εὐμορφίᾳ πραθεῖσα», Ευρ.
β. «στείλε μου πάλε να τά ιδώ μ' όλη την ευμορφιά τους της νιότης μου τα ονείρατα», Βαλαωρ.)
2. και μτφ. για την αρετή («εὐμορφία τῆς ἀρετῆς», Μηναί.)
μσν.
μτφ. στολίδι
αρχ.
φρ. α) «αἱ τῶν διδασκαλείων εὐμορφίαι» — οι τεχνοτροπίες, τα στολίδια του λόγου
β) «χολῆς λοβοῦ τε... εὐμορφία» — η απαιτούμενη για ευοίωνη θυσία συμμετρία στα σπλάγχνα του ζώου που πρόκειται να θυσιαστεί.
Greek Monotonic
εὐμορφία: ἡ, ωραιότητα μορφής, συμμετρία, σε Ευρ., Πλάτ. κ.λπ.· συμμετρία στα σπλάγχνα, όπως απαιτούνταν για τους αίσιους οιωνούς, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
εὐμορφία, ἡ,
beauty of form, symmetry, Eur., Plat., etc.; symmetry in the σπλάγχνα, which was required for good omens, Aesch. [from εὔμορφος
English (Woodhouse)
Translations
beauty
Arabic: جَمَال, زَيْن; Egyptian Arabic: جمال; Moroccan Arabic: زين, زين; Armenian: գեղեցկություն; Azerbaijani: gözəllik, hüsn; Belarusian: прыгажосць, хараство, краса; Berber: aẓři, aẓli, tiẓilt; Bulgarian: хубост, красота, прелест; Catalan: bellesa; Chinese Mandarin: 美麗, 美丽, 漂亮, 美; Wu: 美; Czech: krása; Danish: skønhed; Dutch: schoonheid; Esperanto: belo; Estonian: ilu; Finnish: kauneus; French: beauté; Friulian: bielece; Galician: beleza, fermosura; German: Schönheit; Greek: ομορφιά; Ancient Greek: ἀγλαΐα, ἀγλάϊσμα, εὐμορφία, καλλονή, κάλλος, καλλοσύνη, καλότης, τὸ εὐειδές, τὸ καλόν, χάρις, ὡραιότης; Hebrew: יופי; Hindi: सौन्दर्य, सुंदरता, ख़ूबसूरती, हुस्न; Hungarian: szépség; Icelandic: fegurð; Ido: beleso; Ingrian: kaunehusse; Irish: áilleacht, spéiriúlacht, áille, scéimh, maise; Istriot: balissa; Italian: bellezza; Japanese: 美しさ, 美; Korean: 아름다움, 미); Kurdish Central Kurdish: جوانی; Latin: pulchritudo, formositas; Latvian: daiļums, skaistums, glītums; Lithuanian: gražumas, grožis; Low German: Schöönheit; Macedonian: убавина, красота, убост; Maharastri Prakrit: 𑀭𑀽𑀅; Malayalam: സൗന്ദര്യം, മനോഹാരിത; Maltese: sbuħija; Manx: aalid, aalinid, bwoyid, stoamid; Maori: rerehua; Mongolian: гоо үзэсгэлэн, сайхан байдал; Norman: bieauté; Norwegian Bokmål: skjønnhet; Nynorsk: venleik, skjønnheit; Occitan: belesa; Old English: fægernes; Old French: biauté; Persian: زیبایی, جمال, حسن, قشنگی; Plautdietsch: Scheenheit; Polish: piękno, uroda; Portuguese: beleza; Romanian: frumusețe; Romansch: bellezza, bellezia, baleztgia, balegia, belezza; Russian: красота, прелесть, краса, лепота; Sanskrit: इन्दिरा; Sardinian: bellesa; Scots: beauty, brawness; Scottish Gaelic: àilleachd, maise, sgèimh; Serbo-Croatian Cyrillic: лепота, красота, бај, дивота; Roman: lepota, krasota, baj, divota; Sicilian: bidizza; Slovak: krása; Slovene: lepota; Spanish: belleza, hermosura, preciosidad, preciosura, beldad, lindeza; Sudovian: grozis; Swahili: urembo, uzuri, jamala; Swedish: skönhet, fägring; Tagalog: ganda, kagandahan; Tajik: зебоӣ; Tamil: அழகு, எழில், சௌந்தரியம்; Telugu: అందము, చక్కదనము; Thai: ความสวย; Turkish: güzellik; Tuvan: чаражы; Ukrainian: краса, врода; Urdu: خوبصورتی; Venetian: bełézsa; Volapük: jön; Votic: ilozuz; Welsh: harddwch, prydferthwch; Yiddish: שיינקייט