ἑστιοῦχος: Difference between revisions
καὶ ὑπολέλειμμαι ἐγὼ μονώτατος, καὶ ζητοῦσι τὴν ψυχήν μου λαβεῖν αὐτήν → and I, even I only, am left; and they seek my life, to take it away (1 Kings 19:14)
(6_15) |
(Bailly1_2) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἑστιοῦχος''': -ον, (ἔχω) ὁ φυλάττων, προστατεύων τήν ἑστίαν, δηλ. τόν οἶκον ἤ τόπον τινά, Δήμητερ ἑστιοῦχ’ Ἐλευσῖνος χθονός, [[φύλαξ]] τῆ..., Εὐρ. Ἱκ. 1, πρβλ. Ἀριστοφ. Ὄρν. 866, Πλάτ. Νόμ. 878Α. 2) ἔχων βωμόν ἤ ἑστίαν, [[γαῖα]], [[πόλις]], [[αὐλή]] Αἰσχύλ. Πέρσ. 511, Σοφ. Ἀντ. 1083, Εὐρ. Ἀνδρ. 283. 3) ὁ επί τῆς ἑστίας ἤ τοῦ βωμοῦ, ἑστ. [[ψόλος]] Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 280 (κατά Musgr. [[ἀντί]] μόνον)· πῦρ Πλούτ. 2. 158C. ΙΙ. ὁ ξενίζων, φιλεύων, ὁ εὐωχίαν παρέχων, Ἀριστοφ. Παρά [[Πολυδ]]. Ϛ΄, 11. | |lstext='''ἑστιοῦχος''': -ον, (ἔχω) ὁ φυλάττων, προστατεύων τήν ἑστίαν, δηλ. τόν οἶκον ἤ τόπον τινά, Δήμητερ ἑστιοῦχ’ Ἐλευσῖνος χθονός, [[φύλαξ]] τῆ..., Εὐρ. Ἱκ. 1, πρβλ. Ἀριστοφ. Ὄρν. 866, Πλάτ. Νόμ. 878Α. 2) ἔχων βωμόν ἤ ἑστίαν, [[γαῖα]], [[πόλις]], [[αὐλή]] Αἰσχύλ. Πέρσ. 511, Σοφ. Ἀντ. 1083, Εὐρ. Ἀνδρ. 283. 3) ὁ επί τῆς ἑστίας ἤ τοῦ βωμοῦ, ἑστ. [[ψόλος]] Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 280 (κατά Musgr. [[ἀντί]] μόνον)· πῦρ Πλούτ. 2. 158C. ΙΙ. ὁ ξενίζων, φιλεύων, ὁ εὐωχίαν παρέχων, Ἀριστοφ. Παρά [[Πολυδ]]. Ϛ΄, 11. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui possède un foyer <i>ou</i> un autel domestique ; saint, consacré;<br /><b>2</b> qui préside au foyer, protecteur de la maison : [[πῦρ]] ἑστιοῦχον PLUT feu protecteur du foyer, symbole de la perpétuité du foyer et de la fortune de la maison.<br />'''Étymologie:''' [[ἑστία]], [[ἔχω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:57, 9 August 2017
German (Pape)
[Seite 1045] 1) einen Heerd habend, γαῖα, heimathliches Land, Aesch. Pers. 503; αὐλή, die Wohnung enthaltend, Eur. Andr. 283; πόλιν Soph. Ant. 1070, nach Schol. τὴν ἑστίαν καὶ βωμοὺς ἔχουσαν, die heilige Stadt. – 2) den Heerd, das Haus schirmend, bes. von den Schutzgöttern des Hauses u. Landes; so heißt Demeter ἑστιοῦχ' Ἀλευσῖνος χθονός Eur. Suppl. 1; Plat. Legg. IX, 878 a; vgl. Ar. Av. 866; θεοί Poll. 1, 24. – Nach Poll. 6, 11 brauchte es Ar. = ἑστιάτωρ.
Greek (Liddell-Scott)
ἑστιοῦχος: -ον, (ἔχω) ὁ φυλάττων, προστατεύων τήν ἑστίαν, δηλ. τόν οἶκον ἤ τόπον τινά, Δήμητερ ἑστιοῦχ’ Ἐλευσῖνος χθονός, φύλαξ τῆ..., Εὐρ. Ἱκ. 1, πρβλ. Ἀριστοφ. Ὄρν. 866, Πλάτ. Νόμ. 878Α. 2) ἔχων βωμόν ἤ ἑστίαν, γαῖα, πόλις, αὐλή Αἰσχύλ. Πέρσ. 511, Σοφ. Ἀντ. 1083, Εὐρ. Ἀνδρ. 283. 3) ὁ επί τῆς ἑστίας ἤ τοῦ βωμοῦ, ἑστ. ψόλος Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 280 (κατά Musgr. ἀντί μόνον)· πῦρ Πλούτ. 2. 158C. ΙΙ. ὁ ξενίζων, φιλεύων, ὁ εὐωχίαν παρέχων, Ἀριστοφ. Παρά Πολυδ. Ϛ΄, 11.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui possède un foyer ou un autel domestique ; saint, consacré;
2 qui préside au foyer, protecteur de la maison : πῦρ ἑστιοῦχον PLUT feu protecteur du foyer, symbole de la perpétuité du foyer et de la fortune de la maison.
Étymologie: ἑστία, ἔχω.