εὐθετέω: Difference between revisions
Ἐλεεινότατόν μοι φαίνετ' ἀτυχία φίλου → Miseria amici mihi suprema est miseria → Am meisten Mitleid, scheint's, heischt eines Freundes Leid
(6_6) |
(Bailly1_2) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εὐθετέω''': εἶμαι [[εὔθετος]], [[κατάλληλος]], εὐθετεῖ πᾶσι χρῆσθαι Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 5. 7. 4· εὐθ. εἴς τι Διόδ. 2. 41. 48: [[μετὰ]] δοτ., λιμένας... οὐ μόνον τοῖς ἐμπόροις, ἀλλὰ καὶ ταῖς μακραῖς ναυσὶν εὐθετοῦντας [[αὐτόθι]] 5. 12. ΙΙ. μεταβ., τακτοποιῶ, βάλλω εἰς τάξιν, Λουκ. Θεῶν Διάλ. 24. 1 (διάφ. γραφ. εὐθετίσαντα), Δίων. Κ. 40. 49· εὐθ. ἑαυτὴν ὁ αύτ. 51. 13· «εὐθετεῖν νεκρόν· τὸ εὖ κοσμεῖν ἐν τάφοις νεκρὸν» A. B. 40. | |lstext='''εὐθετέω''': εἶμαι [[εὔθετος]], [[κατάλληλος]], εὐθετεῖ πᾶσι χρῆσθαι Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 5. 7. 4· εὐθ. εἴς τι Διόδ. 2. 41. 48: [[μετὰ]] δοτ., λιμένας... οὐ μόνον τοῖς ἐμπόροις, ἀλλὰ καὶ ταῖς μακραῖς ναυσὶν εὐθετοῦντας [[αὐτόθι]] 5. 12. ΙΙ. μεταβ., τακτοποιῶ, βάλλω εἰς τάξιν, Λουκ. Θεῶν Διάλ. 24. 1 (διάφ. γραφ. εὐθετίσαντα), Δίων. Κ. 40. 49· εὐθ. ἑαυτὴν ὁ αύτ. 51. 13· «εὐθετεῖν νεκρόν· τὸ εὖ κοσμεῖν ἐν τάφοις νεκρὸν» A. B. 40. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> <i>intr.</i> être bien placé, bien arrangé, en bon état ; être propre à;<br /><b>2</b> <i>tr.</i> bien arranger, mettre en bon ordre.<br />'''Étymologie:''' [[εὔθετος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:57, 9 August 2017
English (LSJ)
A to be suitable, convenient, εὐθετεῖ πᾶσι χρῆσθαι for all to use, Thphr. HP5.7.4; εὐ. εἴς τι D.S.2.41,48; to be timely, opportune, Orph. Fr.272; of an epithet, to be suitable, Sch.Il. Oxy.1086.110; so of food, Diocl. Fr.141; of bandages, Gal. 18(1).789, al.; λιμένας . . ταῖς μακραῖς ναυσὶν εὐθετοῦντας D.S.5.12: f.l. in Thphr. HP1.1.3 codd. II trans., set in order, ἕκαστα Luc. DDeor.24.1 (v.l. for εὐθετίσαντα), cf. SIG1240 (ii A.D.); [τὰς τρίχας] Ar. Fr.782; adorn, εὐ. ἑαυτήν D.C.51.13; lay out a corpse, Id.40.49, cf. Phryn. PS p.71 B.
Greek (Liddell-Scott)
εὐθετέω: εἶμαι εὔθετος, κατάλληλος, εὐθετεῖ πᾶσι χρῆσθαι Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 5. 7. 4· εὐθ. εἴς τι Διόδ. 2. 41. 48: μετὰ δοτ., λιμένας... οὐ μόνον τοῖς ἐμπόροις, ἀλλὰ καὶ ταῖς μακραῖς ναυσὶν εὐθετοῦντας αὐτόθι 5. 12. ΙΙ. μεταβ., τακτοποιῶ, βάλλω εἰς τάξιν, Λουκ. Θεῶν Διάλ. 24. 1 (διάφ. γραφ. εὐθετίσαντα), Δίων. Κ. 40. 49· εὐθ. ἑαυτὴν ὁ αύτ. 51. 13· «εὐθετεῖν νεκρόν· τὸ εὖ κοσμεῖν ἐν τάφοις νεκρὸν» A. B. 40.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 intr. être bien placé, bien arrangé, en bon état ; être propre à;
2 tr. bien arranger, mettre en bon ordre.
Étymologie: εὔθετος.